Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

ΣΠΥΡΟΣ ΤΣΑΚΝΙΑΣ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ



ΡΩΓΜΗ

Ματώσανε τα δάκτυλά μου γρατζουνώντας
στον τοίχο που με χώριζε από σένα.

Τι όμορφο το πρόσωπό σου το γεγυμνωμένον.

ΕΝ ΑΥΛΙΔΙ [1976], εδώ από ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1952-1992, εκδόσειςστιγμή, Αθήνα 2000




ΣΙΩΠΗΛΗ ΠΟΡΕΙΑ

Η γυναίκα που βγαίνει απ` τον ύπνο
με τα όνειρά της αχνιστά
στο σκοτάδι που λάμπει απ` την επιθυμία του φωτός
όπως φαρμακερό ποτάμι
που σκίζει στα δυό τον κοιμισμένο κάμπο
μια νύχτα μ` αφρισμένο φεγγάρι
παλεύει να κρατήσει στην αγκαλιά της
την άσαρκη εικόνα του φονιά
ενώ η παλίρροια ανοίγει το χορό των νερών
και τα φύλλα πριν γίνουν φυτόχωμα
στροβιλίζονται με το γύρισμα του χρόνου.

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1952-1992 εκδόσεις στιγμή 2000



ΣΤΟ ΒΥΘΟ

Χωρίς λουλούδια χωρίς σημαίες χωρίς
τις μικρές -ή μεγάλες-
αυταπάτες. Ανοίγοντας
μονοπάτια στη στάχτη.
Με την κλεψύδρα στο χέρι. Και
τον εξάντα των ορθών συλλογισμών.
Στον
ωκεανό της πλάνης.

Μ`ένα όνειρο - σκάφανδρο
προσεγγίζω το βυθό.

Το σύμπαν διαθλάται.
Ο χρόνος συνθλίβεται.

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1952-1992 εκδόσεις στιγμή 2000



Μελαγχολία

Έτοιμοι ήσαν να κρυσταλλωθούν οι στίχοι`
ανεδύθη όμως η μορφή σου
μια υγρασία θερμή να με τυλίγει
ως τον πνιγμό.
Και το ποίημα διελύθη
σε μια συνήθη βραδινή
μελαγχολία.

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ [1952-1992]


ΔΥΣΚΟΛΗ ΣΤΙΓΜΗ

Ένα λευκό πουκάμισο
μια βρώμικη φανέλα
ένας φίλος που ξέκοψε
μια γνωριμία που απεμάκρυνα ευσχήμως
το κορίτσι που δεν μ` αγάπησε
η γυναίκα που μ`άφησε αδιόφορο κι ας μ`αγαπούσε
μια δουλειά που παράτησα
μια θεσούλα που αγκιστρώθηκα επάνω της με πείσμα
κι ένα πλήθος άλλα
μικρά ή μεγάλα περιστατικά
σκέψεις αισθήματα συμβάντα
για μια στιγμή
πήραν μορφή και σχήμα
σαν
από μόνα τους
ξαφνικά
και στήθηκαν εμπρός μου επιμένοντας
πως είναι "η ζωή μου".

Για μια στιγμή κλονίστηκα*
για μια στιγμή.


ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ [1952-1992],  εκδόσεις στιγμή,  ΑΘΗΝΑ 2000



"...Τώρα που ένας κύκλος κλείνει, σημεία προσδιορίζουν τους καιρούς που έρχονται.", είχα γράψει παλιότερα.
Τώρα, αποτυπώματα... νησίδες... αυτοτελείς  διήγησεις,  με τον τρόπο των ποιητών...
Με μια μικρή αλλαγή... εγγραφή κάθε Τρίτη.

ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ

Μια κάθετη μαύρη γραμμή.
Σχεδόν ευθεία
προς το τέλος
ελαφρώς ελλειπτική.
Μπορείς να πεις:
η μοναξιά
η θάλασσα
η φυλακή.
Η γραμμή εν τούτοις παραμένει
γεγονός.
Μια κάθετη μαύρη γραμμή. 

Το ποίημα ανήκει στη συλλογή "Ο ΚΥΚΛΟΣ " [1979], εδώ από την συγκεντρωτική έκδοση Σπύρος Τσακνιάς ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1952-1992, εκδόσεις ΣΤΙΓΜΗ.

  



Σπύρος Τσακνιάς

Η γοητεία της απάτης

Από εφημ.
 Το Βήμα, 18/2/1990.


Από το τελευταίο διήγημα της συλλογής Ο Γενικός Αρχειοθέτης, καταγραφή ενός εφιαλτικού ονείρου, στο οποίο αντανακλάται (ή, μάλλον, διαθλάται) μια πικρά νοσταλγημένη πραγματικότητα, αποσπώ μια φράση που με βοηθάει να περιγράψω τη συναισθηματική αμηχανία με την οποία τέλειωσα την πρώτη ανάγνωση του βιβλίου : «... με ένα ύφος που δεν μπορώ να προσδιορίσω εάν είναι σοβαρό, ή υποκρύπτει κάποια άγρια ειρωνεία». Κάπως έτσι θα χαρακτήριζα το ύφος του Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλου, ακόμη και τώρα που η δεύτερη ανάγνωση έχει διασκεδάσει τη συναισθηματική μου αμηχανία ― τώρα, θέλω να πω, που έχω συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι το ύφος του είναι ταυτόχρονα σοβαρό και ειρωνικό κι ότι από αυτό ακριβώς το μείγμα προκύπτει η γοητεία των σύντομων αφηγημάτων που απαρτίζουν τον μικρό και καλαίσθητα τυπωμένο τόμο. Διερωτώμαι πάντως αν δικαιούται να μιλάει κανείς για μείγμα όταν συχνά τα δύο στοιχεία, αντί να μειγνύονται, αλληλοϋπονομεύονται. Ας είναι. Το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο: ένα απατηλό κείμενο. Προσοχή, όμως: η απάτη συνιστά τη γοητεία του.
 

Και εξηγούμαι: Ο αναγνώστης δεν είναι ποτέ βέβαιος για ποιο πράγμα ακριβώς μιλάει ο συγγραφέας, που ανυπόκριτα εμφανίζεται ως αφηγητής της ιστορίας. Η αβεβαιότητα αυτή δεν έχει καμιά σχέση με την κρυστάλλινη διαύγεια του λόγου. Προκύπτει από την επίμονα κατακτημένη, περίτεχνη αφηγηματική μέθοδο, βασικό γνώρισμα της οποίας είναι συνήθως ένας ουδέτερος τόνος δοκιμιακής γραφής ή χρονικού, κάτω από τον οποίο λειτουργεί αθόρυβα, σαν βραδυφλεγής εκρηκτικός μηχανισμός, ένα συναισθηματικά φορτισμένο επεισόδιο, ή μια απροσδόκητη εξέλιξη της αφήγησης, που ανοίγει μιαν άλλη προοπτική. Μέσα από αυτή τη δεύτερη προοπτική κι ενώ ο αφηγητής διατηρεί την ουδετερότητά του, ανοίγονται για τον αναγνώστη ευρύχωρα πεδία συγκινησιακής μέθεξης. Ωστόσο, η ουδετερότητα του αφηγητή, την οποία στηρίζει μια άλλοτε διακριτική κι άλλοτε άγρια ειρωνεία, είναι απατηλή. Ασκώντας την αρνητική της πίεση πάνω στα συναισθήματα του αναγνώστη, υποδαυλίζει τη συγκινησιακή του συμμετοχή. Αυτό που προσπαθώ να πω, είναι πως ο συγγραφέας χρησιμοποιεί πλάγιους τρόπους για να υποβάλλει νοήματα και σημασίες που ο προσεκτικός αναγνώστης ανακαλύπτει κάτω από την επιφάνεια του κειμένου.
 

Χαρακτηριστικά, εν προκειμένω, είναι τα αφηγήματα ‘Ο Γενικός Αρχειοθέτης’ και ‘Η Φιλαρμονική’. Μια περιδιάβαση στον επαρχιακό Τύπο το πρώτο, μια περιγραφή επαρχιακής μπάντας το δεύτερο - και για την ακρίβεια, του Τύπου και της μπάντας του Πύργου Ηλείας, γενέτειρας του συγγραφέα. Τόσο το χρονικό του επαρχιακού Τύπου, όσο και η περιγραφή της Φιλαρμονικής του Δήμου, που καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης, ενώ, χάρις στο κράμα νοσταλγίας και ειρωνείας που διέπει τη γραφή τους, αγκιστρώνουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη και παγιδεύουν τη συγκινημένη συμμετοχή του, δεν θα υπερέβαιναν το επίπεδο μιας χαριτωμένης γραφικότητας, αν δεν κατέληγαν, και τα δύο, σε συγκεκριμένα επεισόδια υψηλής πυκνότητας και συναισθηματικής φόρτισης, που φωτίζουν αναδρομικά την όλη αφήγηση με το ανακλώμενο φως της διακριτικά διατυπωμένης δραματικότητάς τους.
 

Με άλλα λόγια, ο συγγραφέας ανοίγει για τον αναγνώστη του την άλλη προοπτική της αφήγησης. Ο εκρηκτικός μηχανισμός λειτουργεί εγκαίρως και αποτελεσματικώς.
 

Για τον αναγνώστη που είναι εξοικειωμένος με το μικρό σε όγκο πεζογραφικό έργο του Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλου, οι παραπάνω παρατηρήσεις ενδέχεται να ηχούν ως περίπου αυτονόητες. Από πλευράς γλώσσας και αφηγηματικής τεχνικής, η πρόσφατη συλλογή αποτελεί συνέχεια, κατά κάποιο τρόπο, των συλλογών Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη και Θερμά θαλάσσια λουτρά, που πρωτοδημοσιεύθηκαν η πρώτη το 1979 και η δεύτερη το 1980.
 

Διαβάζοντας το Γενικό Αρχειοθέτη έκανα τη σκέψη πως τα τρία λιγοσέλιδα βιβλία θα μπορούσαν να συσσωματωθούν κάποτε σε έναν τόμο. Εν τούτοις, ενώ και το υλικό του νέου βιβλίου είναι αντλημένο από την ίδια περίπου δεξαμενή, μνήμες του συγγραφέα από τα παιδικά του χρόνια στη γενέτειρα, κάποια απόπειρα ανανέωσης ή διεύρυνσης της θεματολογικής γκάμας είναι εμφανής. Τα κατοχικά μοτίβα, που κυριαρχούσαν στις προηγούμενες συλλογές, υποχωρούν αισθητά, ενώ αυξάνει, το ποσοστό των αφηγήσεων που μοιάζουν καταγραφές ονείρων (είτε είναι είτε όχι), και οι εξιστορήσεις περιστατικών από άλλους τόπους και άλλες ηλικίες. Έδαφος, επίσης, κερδίζει και ο ελεύθερος συνειρμός, μολονότι και τα παλιότερα διηγήματα του Η. Χ. Π. δε διακρίνονταν για την κλασικότροπη δόμησή τους.
 

Αναλλοίωτο παραμένει το παιχνίδι με το νοσταλγημένο (οριστικά χαμένο) παρελθόν. Τη συγγραφική βούληση ωστόσο, δεν φαίνεται να την κινητοποιεί η επιθυμία επανάκτησης του χαμένου χρόνου μέσω μιας ενεργοποίησης της μνήμης - θα δυσκολευόμουν να χρησιμοποιήσω ακόμα και .την έκφραση «ποιητική ανάπλαση του χαμένου παρελθόντος». Τα ψιλοδουλεμένα κείμενα του Η. Χ. Π. μοιάζουν περισσότερο με ποιητικά πλάσματα που ζουν την αυτόνομη ζωή τους μέσα στο εύκρατο γλωσσικό τους περιβάλλον. Αν αναφέρονται σε κάτι έξω από τη γλωσσική τους ζώνη, αυτό είναι μάλλον μια μυθολογία του συγγραφέα παρά ο βίος και η πολιτεία του. Η επίμονη προσπάθειά του να μας πείσει για το αντίθετο, είναι επίσης απατηλή. Την απάτη - ούτως ειπείν, όπως θα έγραφε ο ίδιος - την επιβάλλουν οι κανόνες του αφηγηματικού παιχνιδιού που έχει επιλέξει. Χωρίς αυτήν δεν θα κερδιζόταν το παιχνίδι, ούτε για το συγγραφέα, ούτε για τον αναγνώστη.
 



Ο Σπύρος Τσακνιάς γεννήθηκε το 1929 στη Λαμία. Φοίτησε στην Ανωτάτη Εμπορική και εργάστηκε για ένα διάστημα ως δημοσιογράφος. Στα γράμματα εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του ΄50.  Παράλληλα με το ποιητικό του έργο ασχολήθηκε με την κριτική. Κατά καιρούς είχε τακτικές στήλες βιβλιοκρισίας στα περιοδικά «Λέξη» και «γράμματα και τέχνες» και στις εφημερίδες «Το Βήμα» και « Τα Νέα». Πλούσιο και το μεταφραστικό του έργο που καλύπτει ποίηση, πεζογραφία και δοκίμιο.  Πέθανε στην Αθήνα τον Μάιο του 1999.

Έργα  του:

  • 1976  Εν Αυλίδι (ποίηση)
  • 1976  Ιστορίες για τον Σέργιο (ποίηση)
  • 1979  Ο κύκλος (ποίηση)
  • 1982  Πτέρυξ χρονίων παθήσεων (ποίηση)
  • 1983  Η βαλίτσα του ξένου (πεζογραφία)
  • 1983  Δακτυλικά απωτυπώματα ( δοκίμιο)
  • 1984  Ονειροσκόπιο (ποίηση)
  • 1987  Χαμηλό βαρομετρικό (ποίηση)
  • 1987  Ετερώνυμα (δοκίμιο)
  • 1990  Επί τα ίχνη (δοκίμιο)
  • 1992  Ορατότης μηδέν  (ποίηση)
  • 1993  A propos - Αναστοχασμοί και σχόλια (δοκίμιο)
  • 2000  Πρόσωπα και μάσκες (δοκίμιο)






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...