Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

ΝΙΚΟΣ - ΑΛΕΞΗΣ ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ "Η ποίηση δε μας αλλάζει"




Μες στο υγρό σκοτάδι

Μες στο υγρό σκοτάδι
πολύ πλανήθηκα

Αγάπησα τις φωτοσκιές των δέντρων
τη γνώριμη νύχτα
τον ουρανό

Βροχή
 
μουσικές φωνές

Μες στο υγρό σκοτάδι

Έλα
θα βαδίσουμε σιγά μην ακουστούμε

Είμαστε παιδιά
κι αγαπούμε τα ωραία καράβια
είμαστε παιδιά
κι αγαπούμε τη θάλασσα

Λάσπες και νερά
ο άνεμος ταξιδεύει
τραγούδια που σβήνουν

Από τη συλλογή
 Δύσκολος θάνατος (1954)

http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=6787.0#ixzz250FVYFTN



Υστεροφημία
 
Είπες, κάποτε αυτά τα ποιήματα θ' αγαπηθούν πολύ
θα τοιχοκολληθούν, να τα διαβάσουν όλοι.
Μια μέρα θα υγράνουν μάτια και χείλη
θα διαβαστούν κάτω από φανοστάτες, σε βροχερές συνελεύσεις.
Τέλος, καθώς πολλούς θα τυραννήσουν, θα καούν
ή θα ταφούν σε ανήλια σπουδαστήρια - κι είπες πάλι
ίσως ο άνεμος μιας δροσερής αυγής να τα σκορπίσει
 
Από τη συλλογή
 Νοσοκομείο εκστρατείας (1972)

http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=6787.15#ixzz250FfNqKi



Τίποτα δεν μου ανήκει
 
Καθώς πια τίποτα δεν μου ανήκει μέσα στ' ανάκτορα
ούτε καν το χρυσάφι της οροφής και τα μάρμαρα
και οι κονσόλες παγώσανε και τα μαλλιά σου σέρνονται πίσω από τα σφιγμένα κρύσταλλα
και οι πλαφονιέρες σταλάζουν την τέφρα του χειμωνιάτικου ήλιου
καθώς οι λειμώνες δε βρίσκουνε πια την παλιά τους λαλιά

Βλέπω πως λάθεψα γυρίζοντας έξω από θέρετρα
 
στο πυκνό δάσος των πολυκατοικιών δίπλα στη θάλασσα
όπου βυθίζομαι για να σ' αγγίξω μόλις
επειδή σ' αγαπώ περισσότερο απ' όλα τα κτίσματα
και αν δε σε γνώριζα θα 'ταν όλα εφήμερα
γιατί οι βιτρίνες είναι μια λάσπη, τα εργοστάσια μια θλίψη και η πόλη
αφήνει να πέσουν οι κάλυκες της πλαστικής μου καρδιάς
πάνω σε φύλλα από δάκρυα

Τίποτα δεν μου ανήκει, καμιά παλινόρθωση
 
τα μάγουλά σου στο χιονισμένο αυχένα των βουνών
καθώς η ματιά μου βυθίζεται στην άπειρη έκταση
αφήνοντας πια τ' αυτοκίνητα στα δικά τους τραγούδια

Γιατί η δίψα για το ατόφιο χρυσάφι είναι τα μάτια σου
και η πείνα για καθαρό αλουμίνιο τα χέρια σου
φιλιόμαστε σε σκοτεινές δισκοθήκες και σου εξηγώ
Κι όταν χαράζει πως τάχα θα πάμε αντίθετα
θα γυρίζουμε με ρούχα παλιά στα νεόχτιστα
μια άσπρη κορνίζα, βιβλία και θέρμανση στις γωνιές

Από τη συλλογή
 Ωδές στον Πρίγκιπα (1981)

http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=6787.15#ixzz250FmShyE




Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου - Η θανάσιμη μοναξιά


Του Γιώργου Βαϊλάκη




Το καλοκαίρι που μας πέρασε συμπληρώθηκαν δέκα χρόνια από το θάνατο του ποιητή Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου. Μου προκάλεσε έκπληξη το γεγονός ότι η επέτειος λησμονήθηκε -σχεδόν κανένας δεν αναφέρθηκε σε αυτήν. Ακόμη, όμως, μεγαλύτερη έκπληξη μου δημιουργεί η απουσία της συγκεντρωτικής έκδοσης  των ποιημάτων του, με τίτλο «Ο δύσκολος θάνατος», από τα βιβλιοπωλεία. Πώς γίνεται η σπαρακτική φωνή ενός από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς ποιητές να μην ακούγεται; ’ραγε αυτή η εκρηκτική και ηλεκτρισμένη ποίηση της μοναξιάς, του ανεπίδοτου έρωτα, της ματαίωσης, της άσκοπης περιπλάνησης μέσα στη σύγχρονη πόλη, αδυνατεί να βρει αποδέκτες; Δυσκολεύομαι να το πιστέψω και διατηρώ μία κάπως παιδική πίστη: αυτό που αξίζει δεν θα χαθεί…

Και κάτι ακόμη, για αρχή: υπάρχει ένα τραγούδι του Σαββόπουλου που απευθύνεται στον παλιό του φίλο, τον Αλέξη Ασλάνογλου. Μια καταιγιστική εξομολόγηση του συνθέτη η οποία ονομάστηκε «Η θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη». Αυτός θα μπορούσε να είναι και ο τίτλος της μοναχικής διαδρομής του ποιητή, από την αστική οικογενειακή ακμή στην κατοπινή υπερήφανη παρακμή, κι από την ερωτική θλίψη στην τελειωτική κατάθλιψη.

Ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου (1931-1996) ήταν γόνος αστικής οικογένειας από τη Θεσσαλονίκη, στην ιδιοκτησία της οποίας υπήρχε μια κλωστοϋφαντουργία. Ο νεαρός ποιητής απέτυχε ή απέφυγε, ωστόσο, να ενταχθεί στο αναμενόμενο μοντέλο της επαγγελματικής διαδοχής αδυνατώντας να συμφιλιωθεί με τη φύση της συγκεκριμένης εργασίας. Αναπόφευκτα, τον θάνατο του πατέρα ακολούθησε μία παρατεταμένη παρακμή. Πάντως νωρίτερα, ο ποιητής είχε εμφανιστεί στα γράμματα σε πολύ νεαρή ηλικία με τη μονόπρακτη ενότητα «Θάλασσα και συγχρονισμός» (1951), στην οποία διαφαίνεται μια πρώιμη και έντονη οδύνη: «Ακόμα μια νύχτα σπαταλημένη. Ακόμα μια / νύχτα / κάτω από τους ίδιους αστερισμούς. Περιμένουμε / χωρίς να περιμένουμε, / ελπίζουμε χωρίς να ελπίζουμε». Συνολικά, από τη δεκαετία του '50 είχε πολλές ιστορίες να διηγηθεί: ταξίδια, παραθερισμοί, βόλτες με τζιπ, στρατιωτική θητεία. Αλλά και λίγο αργότερα όταν λάτρεψε τη Γαλλία, όπου σε σχετικά μεγάλη ηλικία βρέθηκε για σπουδές φιλολογίας, ξοδεύοντας τα κατάλοιπα της οικογενειακής περιουσίας. Αυτή η σχεδόν μυθική εποχή για εκείνον, είχε πια παρέλθει ως μία ακόμα ανάμνηση.

Η ασυνήθιστη οικονομική δυσχέρεια στην οποία περιέπεσε, σε συνδυασμό με την ερωτική ιδιοτυπία του σε εποχές απόλυτης κατακραυγής της ομοφυλοφιλίας, δημιούργησαν συνθήκες απροσπέλαστης απελπισίας σ' έναν άνθρωπο ιδιαίτερα ευαίσθητο κι αξιοπρεπή. Ως εκ τούτου, το θέαμα της διαπόμπευσής του από κοινωνικά αποβράσματα στο ζαχαροπλαστείο «Αχίλλειον» της Θεσσαλονίκης ή οι βρισιές που άγνωστοι έγραφαν στις σκάλες της πολυκατοικίας που διέμενε, αποτελούν εν μέρει μια εξήγηση για την πληγωμένη εσωστρέφεια και την πνιγηρή απομόνωση του ποιητή. «Μέσα σ' αυτή τη διαπάλη μεταξύ του εξωτερικού κόσμου και του εσωτερικού», εξηγεί ο ίδιος, «γεννιέται μια σύγκρουση, ένα δράμα, που εξωτερικεύεται με μια στιχουργική προσωπική, μέσα σε μια θεματολογία που υπαγορεύεται από την ίδια την ψυχοσύνθεση του ποιητή, από τον ιδιαίτερο ψυχισμό του». Η ερημία, λοιπόν, έμελλε να γίνει σταδιακά η μόνιμη συνθήκη του έργου του, η κυριαρχική παρουσία μιας μοναξιάς που αποδίδεται με πηγαίο λυρισμό: «παγώνεις με την άνοιξη, το φως της σε ταλαιπωρεί / κι η πόλη σου είναι ξένη».

Οι επτά ποιητικές ενότητες («Αισθηματική ηλικία», «Δύσκολος θάνατος», «Ο θάνατος του Μύρωνα», «Ποιήματα για ένα καλοκαίρι», «Νοσοκομείο εκστρατείας», «Ποιήματα της τελευταίας άνοιξης» και «Αργό πετρέλαιο») οι οποίες απαρτίζουν την οριστική έκδοση 122 ποιημάτων του με τίτλο «Ο δύσκολος θάνατος», αποτελούν αποσπάσματα μιας εξομολόγησης που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε με κύριο σκηνικό τη γενέθλια πόλη˙ μόνο που ο χώρος δράσης μεταμορφωνόταν σε συναισθηματικό τοπίο, με τον ποιητή να πρωτοπορεί στην εισαγωγή μοντέρνων στοιχείων που συνυπήρχαν επιδέξια με μια μεσοπολεμική σκηνοθεσία. Στην ποίηση του Ασλάνογλου η καθημερινότητα αποτυπώνεται μέσα από χαμηλωμένα φώτα, φωνές που σβήνουν, μια ομίχλη φωτεινή, βροχή και δάκρυα, μουσική και ψιθυρίσματα αλλά και μεγάφωνα ανοιχτά, αυτοκίνητα, φώτα ηλεκτρικά, σφαιριστήρια, γήπεδα, παραθαλάσσια καφενεία, θέρετρα, παγωμένα γιαπιά, λάσπες, νεόχτιστα, θρύψαλα, χειρουργεία, λειτουργίες ερωτικές και τέφρα, ασφάλτους που πύρωσε η ημέρα και ένα επίμονο ψιχάλισμα, εργατουπόλεις και σκοτεινά τοπία, μηχανές και εργοστάσια, φώτα του γκαζιού και σκονισμένες θάλασσες, πράσινες ακρογιαλιές και ερειπωμένους σταθμούς, κτίρια γυμνά και ελπιδοφόρα σήματα, γνώριμα κλειστά τοπία και ένα ζεστό συννεφιασμένο πρωινό...

Η διάθεση αυτής της εξομολόγησης επιτείνεται στις «Ωδές στον Πρίγκηπα» (1981), μια συλλογή με 16 ολιγόστιχα ποιήματα, όπου ο τόνος γινόταν αμεσότερος, οι ανισότητες της ζωής και ο παραλογισμός των καταστάσεων έχουν πια επιβληθεί στη συνείδηση του ποιητή που εν προκειμένω έβλεπε ότι τίποτε δεν αλλάζει. Οι σχέσεις διαλύθηκαν, η παιδικότητα χάθηκε για πάντα και ό,τι απέμεινε ήταν ένας νηφάλιος απολογισμός της απώλειας: «Σαν το μικρό παιδί που μεγαλώνει / άξαφνα. Χάνει προνόμια και σκληρά παιχνίδια. Αφήνεται / σε δισκοθήκες και σε μπαρ. Πεθαίνοντας / πάνω σε φύλλα φθινοπωρινά τρέφεται αλόγιστα / με παραισθησιογόνα».

Ως προς τις καλλιτεχνικές καταβολές του, είναι φανερή η έντονη επίδραση του συμβολισμού αλλά και η υιοθέτηση μιας αντίληψης της ποιητικής τέχνης απόλυτα εργαστηριακής. Δεν αποτυπώνεται ένα γεγονός απευθείας, ούτε καταγράφεται η άμεση εντύπωση που του προκαλείται. Αντιθέτως, αφήνει να «κρυώσει» και να σχηματοποιηθεί σε μια στερεοποιημένη ανάμνηση. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγει τις υπέρμετρες συναισθηματικές εξάρσεις και τον εύκολο μελοδραματισμό ενώ προσεγγίζει το βίωμα μέσα από μια πιο ψύχραιμη αντιμετώπιση.
Σαφώς οφείλει στον συμβολισμό την επιδίωξη να απορρέει η μουσική από τον στιχουργημένο λόγο, χρησιμοποιώντας κάθε δυνατότητα ηχητικών και αρμονικών συνδυασμών που έχουν οι λέξεις ως φωνές, ήχοι και τελικά ως υλικό αποτελούμενο από μελωδίες και ρυθμούς: «Θέλω να γράψω ποιήματα ηλιόλουστα / επάνω στα ακρογιάλια των χεριών σου». Παράλληλα, προσπάθησε επίμονα να αποστειρώσει τις λέξεις από το καθημερινό τους νόημα εντάσσοντάς τες σε στιχουργικές μουσικών συνδυασμών που δημιουργούν αισθητική σαγήνη: «Ερείπιο απ' τα ναρκωτικά του ήλιου έρχεσαι / ν' αποτελειώσεις την παλιά συνομιλία / να με ξεπλύνεις απ' την περασμένη άνοιξη / κατεδαφίζονται τα καλοκαίρια στη σειρά / όσο παλιώνω». Ταυτόχρονα, αυτή η μουσική της γλώσσας αποτελεί το περιτύλιγμα μιας ποίησης σε καθαρή μορφή, μιας ποιητικής έκφρασης προς την αναζήτηση της ουσίας της με στίχους σαν κρύσταλλα πολυεδρικά: «Οι χαραμάδες στην ασήμαντη ζωή μου / είναι λυγμός καλοκαιριού στα πρόθυρα χειμώνα».

Συνολικά, κάθε σύμβολο προϋποθέτει δύο όρους: κατ' αρχάς μια εικόνα, μια μορφή συγκεκριμένη, ένα σχήμα, κι ακόμη ένα νόημα, μια κατάσταση, ένα συναίσθημα, μια «άλλη πραγματικότητα» που κρύβεται πίσω από το σύμβολο και που υποβάλλεται μέσα από αυτό. Το σύνολο, λοιπόν, του ποιητικού έργου του καλύπτει εξ ολοκλήρου την προσωπική του περιπέτεια εστιάζοντας κατ' επανάληψη στη δική του διαφορετικότητα, στο αποκρυπτόμενο αντικείμενο του ερωτικού πάθους του. Πρόκειται για κρυπτικό λόγο, έμμεση εξομολόγηση, όπου η μνήμη λειτουργεί ως συμπυκνωτής των εσωτερικών ζυμώσεων που ξεκινάει από την ερωτική εμπειρία επιδιώκοντας να αποκρυπτογραφήσει την απουσία μιας ειλικρινούς επαφής, αλλά και να κρυσταλλώσει την πικρή αίσθηση της μοναξιάς και της στέρησης. «Η ουσία του ποιητικού μου λόγου», έλεγε σε συνέντευξή του, «προσδιορίζεται ακριβώς από την απροθυμία μιας θεματογραφικής ανάπτυξης του ποιήματος. Δηλαδή μιας ανάπτυξης αφηγηματικής, περιγραφικής. Με μια προσωπική τεχνική κατά την εκφορά του λόγου, πυκνώνω κατά τρόπο αφαιρετικό, ένα πολύ προσωπικό ψυχισμό».
Μια τέτοια γραφή προκύπτει τόσο από την ερωτική ιδιαιτερότητά του όσο και από τη φυσική ατολμία και συστολή που τον διέκρινε, προτιμώντας το μισοσκόταδο, τη θολή ατμόσφαιρα, τους χαμηλούς τόνους, το θαμπό φως, τις λυπημένες Κυριακές, την απογευματινή ομίχλη: «Κοιτούσα τα χέρια του που έσφιγγαν ήρεμα, με κρυφή συγκατάθεση, τα δικά μου. Μες στο σακίδιο ήταν όλος / ο κόσμος του - πουλόβερ, βιβλία, γράμματα... / Επρεπε να 'ρχονταν τα πράγματα αλλιώς, μα το θελήσαμε τάχα / Αχρωμο φως, μια Κυριακή φθινοπωριάτικη, καμιά ελπίδα. / Μικρά ταξίδια στις ακτές, όλα χαλάσανε. Θεέ μου, / τόση ερημιά / Εβρεχε στην επιστροφή και ο αυτοκινητόδρομος γέμισε / φωτεινά σήματα, πικρά ολομόναχα φώτα». Ποιητής με εύθραυστο και μοναδικής λεπτότητας ψυχισμό, συλλαβίζει μέσα του καταπιεσμένες τρυφερές προθέσεις, ματαιωμένες φιλίες, ναυαγισμένες σχέσεις, ένα σύμφυρμα συγκινήσεων και καταπνιγμένων δακρύων, ενώ τον κατατρέχει αδιάλειπτα η μυθοποιημένη ομορφιά μιας εφηβείας που παρήλθε οριστικά και η συναίσθηση ενός χρόνου που καταστρέφει και δεν σέβεται τίποτα: «Μα έτσι είναι πάντα. Το πάρτι ματαιώθηκε / σαν την παρέα μας που το Σεπτέμβρη θα / διαλύσει / όπως τόσες και τόσες παρέες το καλοκαίρι. Να / έμενε τουλάχιστον κάτι».

Με το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι προσπαθεί μάταια να λησμονήσει τη μοναξιά του, παρατηρώντας μια εποχή γεμάτη θέλγητρα να απομακρύνεται και αισθάνεται ότι γύρω του ανασαίνει μια ζωή που η υπερβολική γνωριμία μαζί της του προκαλεί ασφυξία και κατάθλιψη: «Μια πολυκατοικία άδεια κι ασυνάρτητη / επιστρατεύει το λυγμό μου κάθε βράδυ». Ολα αυτά αποτελούν για εκείνον αόριστη προειδοποίηση για μελλοντικές ματαιώσεις και απογοητεύσεις, ώσπου κάποια στιγμή προσλαμβάνει το μυστικό νόημα, το ανεξήγητο που έκρυβαν όλες οι νύχτες που τον έγδαραν, όλες οι μέρες που τον έφθειραν μέχρι το τέλος: «Οσο περνά ο καιρός και προχωρώ βαθύτερα / στο ακίνητο φθινόπωρο που μαλακώνει πλένοντας / με φως τα πεζοδρόμια, τόσο βλέπω / στη χρυσωμένη δωρεά του ήλιου μια εγκατάλειψη / για όσα περιμένω και δεν πήρα, για όσα / μου ζήτησαν κι αρνήθηκα μη έχοντας, για όσα / μοιράστηκα απερίσκεπτα και μένω / ξένος και κουρελιάρης τώρα».

Τελικά, η ποίηση του Ασλάνογλου χαρακτηρίζεται από εντυπωσιακή αντινομία -συνταιριάζει στοιχεία εκ διαμέτρου αντιθετικά: τον έντονο λυρισμό με το δραματικό περιεχόμενο, τις μυστικές μουσικές σχέσεις των λέξεων με το απεγνωσμένο ξεγύμνωμα της ψυχής, τις στιχουργικές σαγηνευτικών μουσικών συνδυασμών με το τρομακτικό κενό της ερωτικής απόρριψης ή εγκατάλειψης: «Ψυχή μου τι λυπάσαι αυτόν που πέρασε / πανέμορφος χλευάζοντας τη συμπεριφορά σου / ανένδοτος στα παρακάλια των πολλών / Τι συμπονείς αυτόν που μόνο θέρισε / παίρνοντας δύναμη απ' το χαμό των άλλων / ανώνυμος μέσα στο πλήθος θα χαθεί». Από τα ποιήματά του διαχέεται μια συστάδα ετερόκλητων και συχνά αντιφατικών συναισθηματικών αποχρώσεων, η οποία δεν προκύπτει από τη θεματική αλλά από την ίδια την ποιητική του: η λυρική του υπόσταση συμπαρασύρει τον αναγνώστη σε μια διάχυτη μουσική ρευστότητα, ενώ τον «παγώνουν» οι αλγεινές εξομολογήσεις του καθώς οι λυρικές αποκρυσταλλώσεις τους κάθε άλλο παρά τις υπαινίσσονται: «Τότε τα είδα λουσμένα με άλλο φως / ματόκλαδα ανοιχτά βαλσαμωμένα / σαν τα νεκρά πουλιά, τα είδα/ μες σε γλυκό βυθό, σε αράγιστο καθρέφτη αποθεμένα / να με κοιτούν αμίλητα σα μάτια / σφαγμένου ζώου που ακόμα θυμάται. / Και κατάπια / τα θρύμματα απ' τα τζάμια κι έσφιξα / πάνω μου σύρματα γυμνά, ηλεκτροφόρα». Στην ουσία, αυτό ακριβώς το εκρηκτικό συνταίριασμα της σκορπισμένης ελπίδας με τη μουσική, του λυρικού με το δραματικό, είναι που καθιστά την ποίησή του εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και σημαντική.

Υστερόγραφο: Δύσκολος θάνατος σημαίνει δύσκολη ζωή που καταντάει θάνατος, θάνατος σε αλλεπάλληλες δόσεις, πολλοί μικροί θάνατοι που προετοιμάζουν το οριστικό τέλος˙ όπως εκείνο που βρήκε τον ποιητή μόνο του, τον Αύγουστο του 1996 στους Αγίους Αναργύρους, σ' ένα δώμα στο οποίο κατοικούσε τα τελευταία χρόνια. Ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου έφυγε όπως έζησε, μες την απομόνωση και τη μοναξιά. Τον βρήκαν νεκρό στο κρεβάτι του, σε κατάσταση αποσύνθεσης: ο θάνατός του ήταν -δίχως άλλο- υπόθεση του ενός.






Η ποίηση δε μας αλλάζει

Η ποίηση δε μας αλλάζει τη ζωή
το ίδιο σφίξιμο, ο κόμπος της βροχής
η καταχνιά της πόλης σα βραδιάζει
Δε σταματά τη σήψη που προχώρησε
δε θεραπεύει τα παλιά μας λάθη
Η ποίηση καθυστερεί τη μεταμόρφωση
κάνει πιο δύσκολη την καθημερινή μας πράξη



Νοσοκομείο εκστρατείας

Αδειασε το στρατόπεδο η καντίνα
και τα παλιά μου πάθη μια συνήθεια
Σηκώνεται άνεμος, πέφτουν τα σάπια φύλλα
μας κουβαλούν κοπαδιαστά στα χειρουργεία
Τα σύνορα είναι κλειστά- τι περιμένω



Ερείπιο απ' τα ναρκωτικά

Ερείπιο απ' τα ναρκωτικά του ήλιου έρχεσαι
ν' αποτελειώσεις την παλιά συνομιλία
να με ξεπλύνεις απ' την περασμένη άνοιξη
Κατεδαφίζονται τα καλοκαίρια στη σειρά
όσο παλιώνω



Κι αν μου ρημάξατε το γήπεδο

Κι αν μου ρημάξατε το γήπεδο η καρδιά μου είναι
κόκκινο τούβλο και υλικό για οικοδομές
σα φυσαρμόνικα μέσα στην κατεδάφιση
Κι αν τσουρουφλίζεται στον ήλιο αυτός ο κάμπος
θα  γίνω δροσερός καρπός λουλούδι απόβραδο
βλασταίνοντας τα παιδικά σου μάτια
Κι αν βρέχει στο μικρό σταθμό θα σέρνω
τη μουσική σου μέσα στα χαλάσματα
σαν ξοδεμένο φως στο νεροχύτη



Στην ενδοχώρα

Οσο κι αν προχωρώ στην ενδοχώρα
τίποτα δε μου σβήνει από τα μάτια
τον αιώνιο χωρισμό. Μες σε βαθιές κοιλάδες, λασπωμένες
απ' τη βροχή, έρχεται το ψιθύρισμα του ήλιου με τη θάλασσα
παραπατώντας σ' ένα σμίξιμο σφιχτό, ιδανικό
Πόσο γυαλίζουν μες στη στάχτη τους, έλεγε, πόσο
βαθαίνουν την καρδιά, ακρωτηριάζοντας
δάχτυλα και νευρώσεις, σκάβουνε
βαθιά μέσα στη γη για ναρκοπέδια
Μα εγώ καθώς προχώρησα στην ενδοχώρα, είδα
στην πυρκαγιά της θύμησης τη στάχτη μες στα φώτα



Κι αν είσαι άνθρωπος

Κι αν είσαι άνθρωπος κι αν είσαι εργοστάσιο
κι αν είσαι μια ξανθή μοντέρνα πόλη
Είσαι για μένα κούραση το βράδυ
μια μηχανή που σώπασε
μια ετοιμόρροπη φωνή
Είσαι η στάμνα μου για ένα καλοκαίρι



Στ' ακρογιάλια

Γυρνάς ξανά στα μέρη που σε άλλαξαν
Φτωχά τα καφενεία δε σε ξεδιψούν
τώρα που μόνος σου συναίνεσες στη συμφορά
και η θάλασσα λαμποκοπά και τα χωριά ερήμωσαν
Πού να τον ψάχνεις στ' ακρογιάλια ή στο βυθό
πού να 'βρεις το ξανθό του το κουφάρι



Το πρόσωπό σου

Το αληθινό σου πρόσωπο, φεγγάρι που επιστρέφει
δε θέλει πια να εξαπατά, δε βρίσκει αντιστάσεις
μες στα γρανάζια της ζωής που ξεκολλούν και σβήνουν
τις λάμπες, όταν μέσα μου βραδιάζει
Το πρόσωπό σου στο κενό της νύχτας ανεβαίνει
είναι ακατάληπτο, μαρτυρικό, καθώς πληγώνει
είδωλο μιας απερίγραπτης στιγμής
η φοβερή ανάμνηση που δε θα ξημερώσει
Το πρόσωπό σου ξεσκεπάστηκε και είναι
γυμνό σαν ανατέλλει μες στη μνήμη
σα θάλασσα που κάποτε θα γίνει καλοκαίρι
Το πρόσωπό σου δε θα γίνει καλοκαίρι
μες στους ανθρώπους δε θα ξημερώσει



Πανέμορφος

Ψυχή μου τι λυπάσαι αυτόν που πέρασε
πανέμορφος χλευάζοντας τη συμφορά σου
ανένδοτος στα παρακάλια των πολλών
Τι συμπονείς αυτόν που μόνο θέρισε
παίρνοντας δύναμη απ' το χαμό των άλλων
ανώνυμος μέσα στο πλήθος θα χαθεί



Αεροδρόμιο Μίκρας

Ομίχλη κατεβαίνει με τ' απόγευμα κι ο δρόμος
χαρακώνει το φως κομματιαστά γυρνώντας
μέσα στο άλλο φέγγος, σαν ξεγύμνωμα
σ' έναν απαίσιο αδυσώπητο βιασμό
Τότε λάμπουν για μας οι προβολείς, λάμπουν για σένα
ανάβουνε οι δυνατοί φακοί κι όλα φωτίζουν
το στόμα, τα μαλλιά, το νυχτωμένο σώμα˙
έτσι φέγγει βαθιά στον ουρανό η αγάπη μας
θρυμματισμένη μουσική στον αερολιμένα, φέγγει
για τη στιγμή που η φλόγα εγγίζει
γλείφοντας το δοσμένο χέρι, κι όμως τρέμει
σαν ανοιχτή πληγή στη μουσκεμένη ώρα
Ομίχλη κατεβαίνει με τ' απόγευμα
μες στο μισόφωτο αλλάζουν όλα όψη, εξωραΐζονται
και ντύνονται το άλλο φως, το πιο δικό μας



Εκκοκκιστήρια Β'

Προχωρούσαμε με το Δημήτρη αμίλητοι προς το μικρό
        σταθμό. Αφήναμε τη Βέροια πίσω μες στην κατά-
        χνιά και κοιτάζαμε άφωνοι τους καπνούς στο μισο-
        φώτιστο βράδυ
Εκεί, μες στην ερημωμένη έκταση, ακούγαμε τα εκκοκκι-
        στήρια να κελαϊδούνε. Υπόκωφη στην αρχή, η βουή
        δυνάμωνε με τον καιρό, μας είχε σχεδόν παρασύρει.
        Φώτα και μηχανές μεσ' απ' τα τζαμωτά μας άφηναν
        να ιδούμε τον αποχωρισμό. Ο καθαρός καρπός γλι-
        στρούσε και σωριάζονταν δίπλα μας μέσα σ' ένα σύν-
        νεφο άσπρης σκόνης. Ακόμα θυμάμαι τα μάτια του,
        σα να είχαν δακρύσει
Τότε κατάλαβα πως πέρασε πια η εποχή της συγκομιδής.
         Και πως ό,τι μπορούσαμε να δώσουμε το είχαμε
         σχεδόν σκορπίσει



Αποχαιρετισμός

Συναντηθήκαμε αργά το απόγευμα κάπου προς τον παλιό
         σταθμό. Φυσούσε από το πρωί κι η θάλασσα ήταν
         έρημη στα καφενεία και στα τραμ της αφετηρίας
Κοιτούσα τα χέρια του που έσφιγγαν ήρεμα, με κρυφή συγ-
          κατάθεση, τα δικά μου. Μες στο σακίδιο ήταν όλος
          ο κόσμος του - πουλόβερ, βιβλία, γράμματα... Ε-
          πρεπε να 'ρχονταν τα πράγματα αλλιώς, μα το θε-
          λήσαμε τάχα
Αχρωμο φως, μια Κυριακή φθινοπωριάτικη, καμιά ελπίδα.
           Μικρά ταξίδια στις ακτές, όλα χαλάσανε. Θεέ μου,
           τόση ερημιά
Εβρεχε στην επιστροφή και ο αυτοκινητόδρομος γέμισε
            φωτεινά σήματα, πικρά ολομόναχα φώτα



Ερείπια της Παλμύρας

Οσο περνά ο καιρός και κάνω ένα προχώρημα
βαθύτερο μες στην παραδοχή, τόσο καταλαβαίνω
γιατί βαραίνεις κι αποχτάς τη σημασία
που δίνουν στα ερείπια οι άνθρωποι. Εδώ που όλα
σκουπίζονται, τα μάρμαρα κι οι πέτρες κι η ιστορία
μένεις εσύ με την πυρακτωμένη σου πνοή για να θυμίζεις
το πέρασμα ανάμεσα στην ομορφιά, τη μνήμη
εκείνου που εσίγησε ανεπαίσθητα εντός μου
σφαδάζοντας στην ίδια του κατάρρευση κι ακόμα
τους άλλους που ανύποπτοι μες σε βαθύν ύπνο διαρρέουν
Οσο περνά ο καιρός και προχωρώ βαθύτερα
στο ακίνητο φθινόπωρο που μαλακώνει πλένοντας
με φως τα πεζοδρόμια, τόσο βλέπω
στη χρυσωμένη δωρεά του ήλιου μια εγκατάλειψη
για όσα περιμένω και δεν πήρα, για όσα
μου ζήτησαν κι αρνήθηκα μη έχοντας, για όσα
μοιράστηκα απερίσκεπτα και μένω
ξένος και κουρελιάρης τώρα
                                               Μα όταν
μες στη θρυμματισμένη θύμηση αναδεύω
ερείπια, βρίσκω απόκριση βαθιά γιατί τα μάρμαρα
κι οι πέτρες κι η ιστορία μένουν για να θυμίζουν
το πέρασμά σου ανάμεσα στην ομορφιά - απόκριση
για όσα περιμένω και δεν πήρα



Ψυχή μου χόρεψες

Ψυχή μου χόρεψες όλο το καλοκαίρι
ποιος φωτεινός σηματοδότης δεν το δείχνει
Ξεδίπλωσες το σώμα σου στο ήλιο του μεσημεριού
κολύμπησες τα μάτια σου στα δέντρα και στον κάμπο
κυλίστηκες στην αμμουδιά, τσαλάκωσες τον ουρανό
χόρεψες ως το χάραμα στην ακροθαλασσιά
μέσα στον κόσμο στα γραμμόφωνα στη θλίψη
Ψυχή μου χόρεψες για ένα μόνο καλοκαίρι



Το βράδυ

Τι ήταν αυτή η ξαφνική ευτυχία
Αναβαν φώτα στις βεράντες της ψυχής μου
ανέμιζε στα ολάνοιχτα παράθυρα
μ' ένα προχώρημα της άνοιξης
δειλά μες στο αθέατο καλοκαίρι
Τότε κατάλαβα τη νιότη μου ν' ανοίγει
σαν τα λουλούδια και τους στίχους να καρπίζει
κήποι και ποιήματα ποτιστικά πλημμύρα
όχι καρδιά μου τόση ευτυχία



Ο θάνατος του Μύρωνα

Το ξέρω, δεν αξίζει τόση επιμονή
μέσα στην εκμηδένιση. Και όμως, χρόνια
μετά, ο Μύρωνας θα γίνει μουσική και φώτα
αίμα και γέλιο ενός παιδιού, σπαρμένοι
αγροί και θάλασσες, κι όλα τα μάτια των παιδιών
θα τον θυμίζουν γέρνοντας σα στάχυα
από ψιλή βροχή στα πεζοδρόμια. Εκείνος
ανεπανάληπτη φωνή μέσα μου θα σωπαίνει
ανάβοντας την ομορφιά στο σκοτωμένο νόημα
που η ζωή περιέχει. Γιατί τον είδα πόσο
καρτερικά φυτεύτηκε για πάντα ψιθυρίζοντας
ήμουν πολύ νέος για θάνατο, θα επιστρέφω πάντα
τα καλοκαίρια, όσο υπάρχεις, κι ύστερα
θα σταματήσουν όλα
                                   Θεέ μου, ετοιμάζεις
κόσμο απατηλό, ατρικύμιστο για το χαμό μου




Βιογραφικό Σημείωμα

Τόπος Γέννησης:
Θεσσαλονίκη
Έτος Γέννησης:
1931
Έτος Θανάτου:
1996
Λογοτεχνικές Κατηγορίες:
Ποίηση
Θέατρο - Σενάριο
Δοκίμιο
Μετάφραση

Ο Νίκος Ασλάνογλου (το ψευδώνυμο Αλέξης διάλεξε στα εφηβικά του χρόνια από τον ομώνυμο ήρωα του Ντοστογιέφσκι στο έργο του Ταπεινοί και καταφρονεμένοι) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Τέλειωσε το πειραματικό σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1949), όπου στη συνέχεια σπούδασε γαλλική φιλολογία. Γύρω στο 1950 (μετά το θάνατο του πατέρα του) ανέλαβε συνδιευθυντής (μαζί με το γαμπρό του Βασίλη Φράγκο) στην εριουργία Μάκερ, που χρεοκόπησε λίγο αργότερα. Στη συνέχεια έφυγε στη Γαλλία και την Αίγυπτο και συνέχισε τις σπουδές του στα Πανεπιστήμια Καΐρου και Αιξ - αν Προβάνς. Εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, ως καθηγητής σε φροντιστήριο ξένων γλωσσών, ως επιστημονικός συνεργάτης στην Αρχιτεκτονική Σχολή Θεσσαλονίκης και μετά το 1980, οπότε εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, ως επιμελητής και λογοτεχνικός σύμβουλος στον εκδοτικό οίκο Ευσταθιάδη. Το 1951 ίδρυσε από κοινού με τον Κ.Κατσανό το περιοδικό Σκέψη, που κυκλοφόρησε ένα μόνο τεύχος, στο οποίο ο Ασλάνογλου δημοσίευσε το πρώτο του δοκίμιο, με τίτλο Θάνατος και γέννηση στην ποίηση του Γιώργου Θέμελη. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1952 με την πολυγραφημένη έκδοση του έμμετρου θεατρικού μονοπράκτου έργου Θάλασσα και συγχρονισμός, απόσπασμα του οποίου δημοσίευσε το 1953 στις σελίδες του φοιτητικού περιοδικού Πυρσός. Στο ίδιο περιοδικό υπήρξε επίσης μέλος της συντακτικής επιτροπής (1953-1955) και δημοσίευσε οχτώ ακόμη ποιήματα. Βασικό στέλεχος του περιοδικού του Ντίνου Χριστιανόπουλου Διαγώνιος (1958-1962), συνεργάστηκε επίσης με τα περιοδικά Διάλογος, Καινούρια Εποχή, Ευθύνη, Ausblicke και τις εφημερίδες Δράσις και Ναυτεμπορική. Πέθανε στην Αθήνα. Η ποίηση του Ασλάνογλου δέχτηκε επιδράσεις από τα καλλιτεχνικά ρεύματα του νεοσυμβολισμού και του υπαρξισμού, ενώ καθοριστικό ρόλο στη γραφή του έχουν η ανάμνηση εμπειριών και βιωμάτων, η θεματική της μετεμφυλιακής ελληνικής πραγματικότητας και επιρροές από την ποίηση του Σεφέρη, του Καρυωτάκη, του Άγρα. Από τη μεταφραστική λογοτεχνική του δραστηριότητα σημειώνουμε τις Εκλάμψεις του Ρεμπώ.

1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Νίκου – Αλέξη Ασλάνογλου βλ. Ζήρας Αλεξ., «Ασλάνογλου Νίκος – Αλέξης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό2. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984 Φαρμάκης Φραγκ., «Ασλάνογλου Νίκος – Αλέξης», Μεγάλη 
Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας2. Αθήνα, Χάρη Πάτση, [1968] και χ.σ., «Σύντομη βιογραφία», Διαβάζω367, 10/1996, σ.22.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία


• Αρανίτσης Ευγένιος, Κριτική για τις Ωδές στον πρίγκηπα, Ελευθεροτυπία, 31/1/1982.
• Βαρβέρης Γιάννης, «Πρίγκηψ και πτωχός», Διαβάζω367, 10/1996, σ.23-24.
• Βρεττάκος Νικηφόρος, «Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου: Ο θάνατος του Μύρωνα», Επιθεώρηση ΤέχνηςΙΑ΄, ετ.ΣΤ΄, 2/1960, αρ.62, σ.165.
• Ζήρας Αλεξ., «Ασλάνογλου Νίκος – Αλέξης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό2. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984.
• Γαλάζη Πίτσα, «Νίκος - Αλέξης Ασλάνογλου», Ακτή28, ετ.Ζ΄, Φθινόπωρο 1996, σ.496.
• Δαλακούρα Βερενίκη, Κριτική για τα Τρία ποιήματα, Το Βήμα, 1η/3/1987.
• Καρατζόγλου Γιάννης, «Η αρχή μιας μεταβατικής πορείας», Διαβάζω55, 8/1982, σ.57-60.
• Καρβέλης Τάκης, «Το αργό πετρέλαιο ενός δύσκολου θανάτου» (κριτική για τον Δύσκολο θάνατο), Διαβάζω24, 10/1979, σ.73-75.
• Καρβέλης Τάκης, «Αισθητική λειτουργία ενός προποιητικού υλικού», Επίκαιρα9, 27/8/1987, σ.96 (τώρα και στον τόμο Δεύτερη ανάγνωση· Κριτικά κείμενα 1984-1991, σ.119-230. Αθήνα, Σοκόλης, 1991).
• Κέντρου – Αγαθοπούλου Μαρία, «Νίκος – Αλέξης Ασλάνογλου», Η λέξη135, 9-10/1996, σ.660-662.
• Κοκόλης Ξ.Α., Δώδεκα ποιητές, Θεσσαλονίκη 1930 -1960. Θεσσαλονίκη, Εγνατία, 1979.
• Κόρφης Τάσος, Κριτική για τα 44 ποιήματα, Η Καθημερινή, 11/5/1978.
• Μερακλής Μ.Γ., «Η ποίηση του Νίκου – Αλέξη Ασλάνογλου», Η λέξη5, 6/1981, σ.344-347.
• Σινόπουλος Τάκης, «Νίκος - Αλέξης Ασλάνογλου: Ο θάνατος του Μύρωνα», Κριτική7-8, 1-4/1960, σ. (και αναδημοσίευση στο Διαβάζω367, 10/1996, σ.30-31).
• Σταματίου Κ., Κριτική για τον Δύσκολο θάνατο, Τα Νέα, 2/6/1979.



• Σταματίου Κ., Κριτική για τον Δύσκολο θάνατο, Τα Νέα, 8/2/1986.
• Φάις Μισέλ, «Ένα πρωτόλειο: Προοπτική και ζυμώσεις», Διαβάζω367, 10/1996, σ.26-27.
• Φάις Μισέλ, «Ασλάνογλου Νίκος-Αλέξης: Περικλείει και ερμηνεύει όλα τα υπόλοιπα έργα μου», Διαβάζω367, 10/1996, σ.28-29 (πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό
Marie - Claire (2/1990).
• Φαρμάκης Φραγκ., «Ασλάνογλου Νίκος – Αλέξης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας2. Αθήνα, Χάρη Πάτση, [1968].
• Φωστιέρης Αντώνης, Κριτική για το Δύσκολο θάνατο, Καθημερινή, 11/10/1979.
 
• Χουζούρη Ε., Κριτική για τα Τρία ποιήματα, Η Καθημερινή, 15/10/1987.
Συνεντεύξεις
• Στο Θανάση Νιάρχο και τον Αντώνη Φωστιέρη, Η λέξη5, 6/1981, σ.396-398.
• Στη Μαρία Τρουπάκη με τίτλο «Νίκος – Αλέξης Ασλάνογλου:…γράφω ποίηση για να καταγράψω ο, τι αντιστρατεύεται και κατατρίβει τη ζωή μας», Διαβάζω118, 8/5/1985, σ.68-72.
 
Αφιερώματα περιοδικών
• Εντευκτήριο18, 3/1992.
• Αντί42, 13-19/9/1996, αρ.615.
• Εντευκτήριο36, 9-11/1996.
• Το τραμ1 [36], Φθινόπωρο 1996.
• Οδός Πανός90-92, 3-4/1997.

Εργογραφία

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)
 

Ι.Ποίηση


• Δύσκολος θάνατος. Θεσσαλονίκη, Κοχλίας, 1954.
• Ο θάνατος του Μύρωνα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος,1960.
• Ποιήματα για ένα καλοκαίρι. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1963.
• 44 ποιήματα. Επιλογή 1946-1964. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1970.
• Νοσοκομείο εκστρατείας. Ποιήματα 1964-1972. Θεσσαλονίκη, ιδιωτική έκδοση, 1972.
• Αργό πετρέλαιο. Ποιήματα 1971-1974. Αθήνα, Πολύτροπον, 1974.
• Ωδές στον πρίγκηπα. Αθήνα, Ύψιλον, 1981.

ΙΙ.Θέατρο

• Θάλασσα και συγχρονισμός. Θεσσαλονίκη, Πολυγραφημένη έκδοση, 1952 (και πρώτη κανονική 
έκδοση Αθήνα, Ύψιλον, 1991).

ΙΙΙ.Συγκεντρωτικές εκδόσεις

• Δύσκολος θάνατος (1946-1974)· Επιμέλεια Γιώργου Χρονά. Θεσσαλονίκη, Εγνατία, 1978.

• Τρία ποιήματα. Αθήνα, Νεφέλη,1987.
Ι
V. Μελέτες - Δοκίμια

• Θάνατος και γέννηση στην ποίηση του Γιώργου Θέμελη. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1959.

V.Μεταφράσεις

• Ρεμπώ Αρθούρος, Εκλάμψεις. Αθήνα, Πανδώρα, 1971.
• Ζολά Εμίλ, Η ταβέρνα. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1985. 1. Για εξαντλητική καταγραφή των εκδεδομένων και δημοσιευμένων έργων του Νίκου - Αλέξη Ασλάνογλου από το 1952 ως το 1991 βλ.
Καλαμαράς Βασίλης Κ., « Ν.Α. Ασλάνογλου (1952-1991)», Διαβάζω367, 10/1996, σ.32.

πηγή: www.ekebi.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...