Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012

ΜΑΡΙΟΣ ΧΑΚΚΑΣ - ΠΟΙΗΜΑ, TO ΕΡΓΟ ΤΟΥ




Το αγκάθι των μικρομεσαιων συνειδήσεων 


Μπορούμε να πούμε μετά βεβαιότητας
ότι όσοι έχουν οξύτατη όραση
θα επιζήσουν της πρώτης κρίσεως
των καρδιακών κρίσεων
της οικουμενικής κρίσεως
ακόμη και της εσχάτης κρίσεως
αρκεί ν’ αντέξουν της κρίσεως συνειδήσεως.

Κατά τα άλλα
πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι
γιατί δεν άρχισε να βρέχει βατράχια
αν και θα επινοηθούν ειδικά αλεξιβρόχια
αποσμητικά κατά της αηδίας
έως ότου εξοικειωθούμε με την μπόχα
των νεκρών αισθημάτων κι ελπίδων.

Βρωμόμυγες, κρεατόμυγες, χρυσόμυγες.
Τι θα γίνει αλήθεια με τις κοινές μύγες
που συνωθούνται στο νεκροτομείο;
Αν θα καλλιεργήσουμε ένα είδος μύγας
Μέσα μας ας είναι το τελειότερο.
Τέλος πάντων.
Πρέπει να μεριμνήσουμε.
Λαμβάνει έκταση επιδημίας αυτή η έκλυση ηθών.
Να κάνουμε έκκληση
επίκληση στις ηθικές μας αρχές
παράκληση προς τον ύψιστο
να μας απαλλάξει
ή να μας μετεξελίξει
σε μύγες, κορέους, κουνούπια
να λείψει το δυσυπόστατο του χαρακτήρα μας
να μεταβληθούμε στους τρόμους μας
ψύλλοι, ψείρες και κάνθαροι.




ΜΑΡΙΟΣ ΧΑΚΚΑΣ (1931-1972)

Το ψαράκι της γυάλας

Α. Εισαγωγή στο έργο του Μάριου Χάκκα

Ο Μάριος Χάκκας είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση της νεοελληνικής πεζογραφίας. Η συγγραφική του διαδρομή διήρκεσε μόνο έξι χρόνια, από το 1965 ως το 1971. («Ξεκίνησα να γράφω λιγάκι μεγάλος, τριαντάρης και βάλε», λέει στο Κοινόβιο). Η αρχή καθυστέρησε λόγω των πολιτικών διώξεων που υπέστη, ενώ το τέλος έθεσε ο πρόωρος θάνατός του σε ηλικία 41 χρόνων. Όμως μέσα σ’ αυτά τα λίγα χρόνια συμπυκνώνει το πεζογραφικό του έργο, αποδίδοντας το ουσιώδες της ζωής και της τέχνης.
Το πρώτο έργο που δημοσίευσε είναι η ποιητική συλλογή Όμορφο καλοκαίρι (1965), όπου αναγνωρίζουμε την επίδραση του Ελύτη, καθώς και στοιχεία της θεματικής που κυριαρχούν στα επόμενα πεζογραφήματά του. Τα πρώτα διηγήματά του σε παραδοσιακή μορφή περιλαμβάνονται στη συλλογή Τυφεκιοφόρος του εχθρού (1966).
Βιβλίο σταθμός στην πορεία του συγγραφέα θεωρείται από τους κριτικούς η δεύτερη συλλογή διηγημάτων, Ο μπιντές και άλλες ιστορίες. Στη συλλογή αυτή, που οι περισσότερες είναι σε πρωτοπρόσωπη γραφή (δεκαεπτά από τα εικοσιένα διηγήματα), ο συγγραφέας είναι ο ήρωας και ο αφηγητής των ιστοριών του. «Στον Μπιντέ προβάλλει πια διαμορφωμένη η συγγραφική φυσιογνωμία του Χάκκα και διαγράφεται ο κύκλος των θεμάτων που τον απασχολούν. Είναι θέματα ουσιαστικά και καθώς επανέρχονται από το ένα κομμάτι στο άλλο συνθέτουν μιαν ενδιαφέρουσα αυτοβιογραφία και ταυτόχρονα μιαν αποκαλυπτική μαρτυρία  για τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα».1 Σ’ αυτή τη συλλογή καθιερώνει έναν άλλο αφηγηματικό τρόπο. Τα αφηγήματα είναι χωρίς επεισόδια, χωρίς πλοκή ή χαρακτήρες.
Το τελευταίο του βιβλίο, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το ρέκβιεμ της ζωής του, Το κοινόβιο, κυκλοφόρησε την επαύριο του θανάτου του, τον Ιούλιο του 1972. Τα θέματα που αναφέρονται στην προηγούμενη συλλογή επανέρχονται εδώ, αλλά, επειδή το τέλος πλησιάζει, η σύνθεσή τους ενέχει «πρωτάκουστους ελεγειακούς τόνους» Πάντως είναι προφανές πως ο Χάκκας έφυγε καθώς ανακάλυπτε ένα νέο συνθετικό τρόπο γραφής, τελείως διαφορετικό από εκείνο που διετύπωσε στις αφηγηματικές συνθέσεις τουΤυφεκιοφόρου. «Κι ακόμα ότι μέχρι τέλους αναμετρήθηκε αντρίκια με το χάρο κάνοντας το θάνατό του ποίηση».2
Ο Μάριος Χάκκας ασχολήθηκε και με το θέατρο. Έγραψε τρία θεατρικά μονόπρακτα,  Ενοχή, Αναζήτηση, Τα κλειδιά, που εκδόθηκαν το 1971, και το μονόπρακτο Στον αστερισμό των διδύμων, που δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του.
Ο Χάκκας είχε δραματική συνείδηση του χρόνου και της σύντομης ζωής του, αυτή τη ζωή παρακαλούσε να έχει: «Δε θέλω χρόνο, ζωή θέλω, μ’ όλο που το δεύτερο προϋποθέτει το πρώτο, ζωή να την σπαταλήσω πίσω από τις φράσεις, ζωή να χτίσω παραγράφους, να οικοδομήσω ένα έργο δίνοντας στο λόγο μια τρίτη διάσταση, γιατί τη δεύτερη τη βρήκαν άλλοι, την κατέγραψαν οι δάσκαλοι κι εγώ πρέπει να πάω παραπέρα».3 Προσευχόταν: «Άι- Γιώργη μου κουταλά μου και προστάτη μου, άφησε να τελειώσω αυτές τις σελίδες».4
Όμως, τελικά, με το έργο του, λιγοστό και πολύτιμο, απάντησε καταφατικά στο μέγα εξουσιαστή που τον ρωτούσε αν είναι έτοιμος. «Κρατούσε χαρτί και καλαμάρι για να σημειώσει».5
  
Β. Σταθεροί άξονες της πεζογραφίας του Μάριου Χάκκα6

1.              Αυτοβιογραφικός χαρακτήρας
Πολλοί κριτικοί επισημαίνουν ότι ο Μάριος Χάκκας αρύεται τη θεματογραφία του από τα ατομικά βιώματά του, επομένως ο αυτοβιογραφικός χαρακτήρας είναι διαφανής στις αφηγήσεις του. Η τοιχογραφία της δραματικής εξομολόγησης, ο εσωτερικός μονόλογος, ο φόρτος των αναμνήσεων, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, που σχεδόν κυριαρχεί στα κείμενά του από τον Μπιντέ και μετέπειτα, τεκμηριώνουν τη διαλεκτική αλληλουχία ζωής του συγγραφέα με το έργο του.
Άλλωστε, η συνείδηση της έλλειψης του χρόνου, το αναπόφευκτο του τέλους που καραδοκεί επί θύραις τον βιάζει, τον ωθεί να διασώσει με δραματική σπουδή αλήθειες και βιώματα που τον διαμόρφωσαν και που τον σταύρωσαν. Τον συνέχει μια αιχμηρή αίσθηση ζωής, μια αγωνία να υπερβεί το θάνατο των πεπραγμένων. Αυτή η δριμεία αίσθηση, η αγωνία και η σπουδή αποτυπώνεται και στα λεκτικά σχήματα, στο νευρώδη και ασθματικό του λόγο.7
Η αρρώστια και ο θάνατος, κυρίαρχα μοτίβα στην πεζογραφία του, συναρτώνται πάντα με το άγχος μήπως και δεν προλάβει να ολοκληρώσει το έργο του. Είναι η μεγάλη Δοκιμασία, το προσωπικό του δράμα που τον καλλιεργεί και τον ωριμάζει ως άνθρωπο και ως λογοτέχνη. Ο θάνατος είναι ο συνοδοιπόρος με τον οποίο έχει συμφιλιωθεί και δεν του εμπνέει υπαρξιακό δέος.

Υπαρξιακή αγωνία.
Ενίοτε η αγωνία προσλαμβάνει ευρύτερες διαστάσεις, μετουσιώνεται σε υπαρξιακή αγωνία που αφορά τη σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του, τον καθορισμό της προσωπικής ζωής πέρα από όρους πολιτικούς ή κοινωνικούς. Με την υπαρξιακή αγωνία συνδέεται και ένα αίσθημα ενοχής απέναντι στον εαυτό μας, γιατί ενδώσαμε στην αλλοτρίωση ή στις εντολές άλλων, των εξουσιαστών που αλυσοδένουν τη ζωή μας. Στη θεματική αυτή εντάσσονται κατ’ εξοχήν τα έργα «Ένοχος ενοχής» στο Κοινόβιο και τα μονόπρακτα Ενοχήκαι Τα κλειδιά.8

Αριστερό κίνημα
Μιαν ουσιώδη θεματική εγγραφή αποτελεί η σχέση πολλών ηρώων του έργου του με το αριστερό κίνημα. Οι ήρωές του (όπως και στο «Ψαράκι της γυάλας») πληρώνουν υψηλό τίμημα για την ιδεολογική τους επιλογή: εκκαθαρίσεις κατά τον εμφύλιο, φυλακίσεις, εξορίες, εκτελέσεις, διακριτική μεταχείριση στο στρατό λόγω κοινωνικών φρονημάτων. Όλες αυτές τις δοκιμασίες υπέστησαν οι σύντροφοι της γενιάς του, διότι εμπνέονταν από το όραμα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας και ενεπλάκησαν σε πολιτική δράση σε αντίθεση με το καθεστώς. «Περπατούσαν παράταιρα», όπως λέει και ο ήρωας στο «Ψαράκι». Ο Μάριος Χάκκας στα αφηγήματά του προβαίνει, όπως και πολλοί άλλοι αριστεροί στοχαστές (π. χ. Στρατής Τσίρκας, Μανόλης Αναγνωστάκης, Άρης Αλεξάνδρου), σε κριτική όχι τόσο των ιδεών της μαρξιστικής θεωρίας, αλλά των κομματικών στελεχών και των δογματισμών του κόμματος.9
  
Διττή διάσταση του κόσμου και του ανθρώπου
Η θεματική αυτή συνιστώσα που απεικονίζεται στο έργο του, «καθορίζεται από τη διπλή σαν του Ιανού όψη του κόσμου που καθρεφτίζεται στο έργο του: εξιδανίκευση και κατάρρευση, ομορφιά και ασχήμια(…)Οι ήρωές του, βολεμένοι στο μικροαστικό παρόν τους, αρνούνται ουσιαστικά ένα παρελθόν αγώνων, ονείρων, σχεδίων».10
Ο ήρωάς μας στο Ψαράκι ακούοντας στο πικάπ δίσκους με αντιστασιακά τραγούδια, ξαπλωμένος στη σαιζλόνγκ, σκέπτεται: «Είχε μια ομορφιά αυτή η ιστορία…». Οι αναμνήσεις από το αγωνιστικό παρελθόν του συνθέτουν μια ποιητική, ουτοπική ατμόσφαιρα που συγκρούεται με τον ωμό ρεαλισμό του παρόντος, την ευδαιμονιστική Καπούη του.

   Καισαριανή
Η Καισαριανή ακριβώς ενσαρκώνει αυτούς τους δύο πόλους. Σημειωτέον ότι την Καισαριανή ο Μάριος Χάκκας την ανάγει στην περιοχή της μυθολογίας. «Όμως εμένα ο νους μου κι η αγάπη μου για την Καισαριανή της «ξυλοκοπίας» κι είναι ευτύχημα που έζησα και μεγάλωσα εκεί. Όλα ήταν άγρια και παρθενικά, στην πρώτη γέννησή τους ωσάν τα περιστατικά αρχαίας τραγωδίας (…) Κάποτε Καισαριανή ήσουν ένα αστέρι, έλαμψες για μια στιγμή στο στερέωμα και χάθηκες για πάντα στο χάος της ιστορίας (…) Πού η λεβεντιά σου και πού η λευτεριά σου, γαζέλα, ζαρκάδα, έλαφος; Πού τα κάλλη σου και πού τα στολίδια σου, φρεγάδα, γολέτα και κορβέτα; Πρωτόγονη Καισαριανή, δεν υπάρχεις πια (…) Τι δουλειά έχεις πια εσύ μ’ αυτά τα ανθρωπάκια, το πνεύμα της  ιδιοκτησίας και τις αντιπαροχές; (…)Τίποτε δε μένει. Τώρα σοβατίζεις τα  τελευταία σου ίχνη πυροβολισμών στο μέτωπό σου (…)11

Τρόπος γραφής
Το στυλ που καθιέρωσε ως συγγραφέας εκ πρώτης όψεως δίνει την εντύπωση της καθημερινής, προφορικής ομιλίας. Όμως ο Χάκκας διαμόρφωσε με πολλή επιμέλεια ένα προσωπικό ύφος που διακρίνεται από τη σύνθεση ετερόκλιτων στοιχείων, «ετερογλωσσία», ένα συνδυασμό λέξεων της καθαρεύουσας (υπό μάλης, τα περί παραλλαγής κλπ.) και λέξεων της δημοτικής, όπου εισβάλλουν όροι ξένοι, που αποτυπώνουν τον ενοφθαλμισμό της ξένης κουλτούρας στην ελληνική κοινωνία. (Το αφήγημα βρίθει τέτοιων όρων: φερφορζέ, σαιζλόνγκ, στρωματέξ, καμουφλάζ, πικάπ κλπ.)
Την ιδιαιτερότητα της προσωπικής γραφής εντείνει η επινοητικότητα, η χρήση τεχνικών εφέ, λεκτικών παιγνιδιών που προσδίδουν πρωτοτυπία και λάμψη στο λόγο. Παράλληλα τα ειρωνικά σχόλια που εξικνούνται ως το σαρκασμό και τον αυτοσαρκασμό, κάποτε τα υπερρεαλιστικά στοιχεία, ο ωμός ρεαλισμός και η αθυροστομία του, συνιστούν μια  ιδιάζουσα σάτιρα, τόσο λεκτική όσο και των συνθηκών. (Π. χ. η ρεαλιστική και σατιρική περιγραφή του σώματος του ήρωα με την κοιλιά που κρεμόταν μπροστά του-μακρουλό καρπούζι).





Γ. Η συλλογή διηγημάτων Τυφεκιοφόρος του εχθρού

Είναι η πρώτη συλλογή διηγημάτων που έγραψε ο Μάριος Χάκκας και δημοσίευσε το 1966. Η συλλογή περιέχει 22 διηγήματα σε τέσσερις ενότητες: «Του στρατού», όπου περιγράφει τα σκληρά χρόνια της στρατιωτικής θητείας, «Της φυλακής», που αναφέρονται σε εμπειρίες του συγγραφέα από τα τέσσερα χρόνια της φυλάκισής του (1954-1958) ως πολιτικού κρατουμένου, γιατί αρνήθηκε να υπογράψει τη γνωστή δήλωση μετανοίας. Η τρίτη ενότητα επιγράφεται «Της ζωής» και περιέχει διηγήματα με ποικίλα θέματα και η τέταρτη, «Τ’ ανάποδα», όσα εναντιώνονται στις προσδοκίες των απλών ανθρώπων.
Στο έργο αυτό μετουσιώνονται εμπειρίες κατοχικές, ο στρατός, η πικρή επαφή με τη ζωή, βιώματα που χάραξαν την παιδική και εφηβική ψυχή του στους δρόμους μιας φλεγόμενης Καισαριανής. Σ’ αυτά τα διηγήματα ανιχνεύουμε και τις πρώτες αντιρρήσεις για την πολιτική του ιδεολογία.12 Σ’ αυτή τη συλλογή, όπως και στις επόμενες, ο συγγραφέας δεν επιδιώκει το εντυπωσιακό, επισημαίνει ό,τι λανθάνει στο περιθώριο, στα παρασκήνια.
Στη δεύτερη έκδοση της συλλογής, σύμφωνα με επιθυμία του συγγραφέα, εντάχθηκαν σε μια πέμπτη ενότητα και τα τρία διηγήματα, τα οποία είχαν δημοσιευτεί για πρώτη φορά στα Νέα Κείμενα,2 τον χειμώνα του 1971. Ανάμεσά τους και το «Ψαράκι της γυάλας» Αυτά τα  διηγήματα είχαν γραφτεί την περίοδο της δικτατορίας και είναι καταφανής η εξέλιξη, η μεταμόρφωση θα λέγαμε, στη συγγραφική τέχνη του, που έχει επιτελεστεί σ’ αυτά τα χρόνια κάτω από τον αστερισμό του επικείμενου θανάτου.
Όλα εκείνα που, ως υπόσχεση, υπαινικτικά αναγνωρίζουμε στα πρώτα διηγήματα στο περιεχόμενο και στη μορφή, τα διαπιστώνουμε εδώ, αλλά σε άλλη κλίμακα. Τα γεγονότα, πυρακτωμένα μέσα από τις περιπέτειες του ελληνικού κόσμου, σκιαγραφούν την κοινωνία και τις συνειδήσεις που αλλοτριώθηκαν, με μια ειλικρίνεια που πονάει, με μια δύναμη που καθηλώνει. Η αφήγηση αναδύεται αυθόρμητη, λιτή και ορθοεπής και ο λόγος ασθμαίνων, πικρός, με δραματική πυκνότητα, διάχυτη ειρωνεία.

Δ. Το διήγημα

I.  O τίτλος του διηγήματος 
«Το ψαράκι της γυάλας» είναι ένα άλλοθι, ένα πρόσχημα, ένα σύμβολο του ευδαιμονισμού και του ενδοτισμού. Ο τίτλος δηλώνει σαρκαστικά τους ηθικούς συμβιβασμούς που αποδέχεται ασμένως μια αλλοτριωμένη συνείδηση, καθώς νιώθει χρέος για τη σωτηρία του ψαριού, όχι όμως για τη διάσωση της δημοκρατίας ή της αξιοπρέπειάς του. Από το κείμενο αναδύεται μια αίσθηση τραγικότητας, μια μομφή, μια διαμαρτυρία, όχι γι’ αυτούς που αλυσοδένουν τις συνειδήσεις και επιδιώκουν να βάλουν στο γύψο την ανθρώπινη σκέψη, αλλά γι’ αυτούς που κάποτε αγωνίστηκαν για τις ιδέες τους και τώρα προδίδουν, αποκαθηλώνουν τα ινδάλματά τους.
  
ΙΙ. Υπόθεση του διηγήματος 
Εκ των συμφραζομένων συνάγεται ότι το αφήγημα αναφέρεται στην ημέρα επιβολής της δικτατορίας στην Ελλάδα, την 21ηΑπριλίου 1967. Ο ανώνυμος ήρωας, κάτοικος Καισαριανής, φεύγει από το σπίτι του άμα τη αναγγελία του πραξικοπήματος και γυρίζει στους δρόμους της Αθήνας, επειδή φοβάται ότι θα συλληφθεί. Όλος ο κόσμος τρέχει στους φούρνους και τα καταστήματα τροφίμων –το σύνδρομο της Κατοχής εν δράσει-. Ο άνθρωπός μας αγοράζει κι αυτός μια φραντζόλα, όχι για τους ίδιους λόγους, αλλά σαν καμουφλάζ, όπως και στα Ιουλιανά13 κρατούσε καρπούζι, για να αποδείξει στο όργανο της τάξεως, εάν ερωτηθεί, ότι είναι ένας φιλήσυχος, ουδέτερος άνθρωπος, που πάει στο σπίτι του. Από το σημείο αυτό ο αφηγητής αρχίζει βαθμηδόν να αποκαλύπτει την ταυτότητα του ήρωα.. Μας παραθέτει στοιχεία από τη ζωή του. Είναι ένας βολεμένος μικροαστός που ζει με τις ανέσεις που του προσφέρει η καταναλωτική κοινωνία. Η ζωή αυτή όμως δεν έχει καμιά σχέση με το ηρωικό παρελθόν της νιότης του, όταν για τις ιδέες και την πολιτική του δράση φυλακίστηκε, εξορίστηκε και υπέστη φοβερές δοκιμασίες. Γι’ αυτό το παρελθόν διατηρεί νοσταλγικές αναμνήσεις. Έτσι ο άνθρωπός μας έχει αποστασιοποιηθεί από την ενεργό δράση, εντρυφώντας στις απολαύσεις της δικής του Εδέμ. Αναστατωμένος από τα γεγονότα της ημέρας, συνεχίζει την περιπλάνησή του στους δρόμους της Αθήνας, ενώ στη σκέψη του αναδύονται διλήμματα και εναγώνια ερωτηματικά: πώς η δικτατορία θα πέσει; Αλλά η άτεγκτη φωνή της συνείδησης του απαντά: πώς θα πέσουν, εάν δεν θελήσουν ν’ αγωνιστούν οι Έλληνες; Πρέπει να πάει στο κέντρο της πόλης, όπου θα διαδραματιστούν γεγονότα, αλλ’ αυτός αισθάνεται ανήμπορος, ας πάνε οι νέοι, συνεχίζει μονολογώντας. Ακολούθως περνάει από το σπίτι μιας εξαδέλφης του, για να πιει ένα καφέ, όπου ο άνδρας της νοιάζεται μόνο για ποδόσφαιρο. Φεύγοντας ακούει το στρατιωτικό εμβατήριο προς το οποίο συναρμόζει το βήμα του, όπως και κάποιος άλλος μπροστά του. Και τότε αναρωτιέται γιατί θα πρέπει αυτός να αντιτίθεται, να περπατάει παράταιρα προς την εκάστοτε καθεστηκυία τάξη. Θυμάται το ψαράκι της γυάλας, «το πρόσχημα του βίου του», και επιστρέφει σπίτι του στην Καισαριανή..

ΙΙΙ. Η ανθρωπογεωγραφία του αφηγήματος

Τα πρόσωπα που διακινούνται στην εξέλιξη του μύθου, εμπρόθετα ο συγγραφέας τα θέλει ανώνυμα, διότι εκπροσωπούν τάσεις και χαρακτηριστικά των ανθρώπων της συγκεκριμένης εποχής και κοινωνίας.

1.      Ο κεντρικός ήρωας

Στο αφήγημα ηθογραφείται λεπτομερώς ο ήρωας-αντιήρωας, ο οποίος δηλώνεται ανωνύμως, εν πρώτοις με το «ο άνθρωπος με τη φραντζόλα υπό μάλης», εν συνεχεία με την επαναληπτική αντωνυμία «αυτός», ίσως γιατί ο συγγραφέας προτίθεται να επιτύχει μιαν άμεση επαφή αφηγητή και ήρωα, χωρίς την απόσταση που συνεπάγεται η επώνυμη αναφορά. Τέλος, γίνεται «ο δικός μας», «ο άνθρωπός μας», που υποβάλλουν μιαν επικοινωνιακή σχέση ανάμεσα στον αφηγητή, τον ήρωα και τον αναγνώστη.
Διαγράφεται ο βίος και η πολιτεία του, η πολιτική του ταυτότητα, το παρελθόν, απώτερο και πρόσφατο, το παρόν του. Ο αφηγητής επιμένει στον τρόπο ζωής του με σαφείς υπαινιγμούς για τη νεότητά του και εκτενή περιγραφή του σπιτιού του, τις ανέσεις, τα κομφόρ, για να καταδείξει την καταλυτική επίδραση στις αντιλήψεις και στην όλη βιοθεωρία του. Όμως δεν αρκείται σε εξωτερική περιγραφή, προβαίνει και στην αποκάλυψη των διαλογισμών, των διλημμάτων, των ψυχικών διακυμάνσεων, ψυχογραφεί με ενάργεια όλη τη διαδικασία μέχρι τον τελικό συμβιβασμό, την πλήρη άλωση της υποστάσεώς του. Ο ήρωας σαφώς ακολουθεί κατιούσα πορεία, αποξενώνεται από την ουσία της ύπαρξής του, καίει τα καράβια του και τινάζει τις γέφυρες με το παρελθόν, απεμπολεί τα πολύχρωμα οράματα της νιότης του. «Τότε που η γη είχε κρικέλια και θα τη σήκωνα πάνω», όπως λέει ένας άλλος ήρωας.
Το κείμενο χαρτογραφεί εναργώς την καθοδική αυτή πορεία, τη βαθμιαία κατολίσθηση του ανθρώπου από τη θέση του ενεργού και στρατευμένου πολίτη στη θέση του ουδέτερου, φιλήσυχου, απολιτικού ατόμου.

Το παρελθόν (απώτερο)

-          Στα νιάτα του «ο δικός μας» ήταν αριστερός ιδεολόγος και επαναστάτης. Συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση και στον Εμφύλιο: «Οι ηρωικοί αλλά τόσο σκληροί χρόνοι της νιότης του», «Δύσκολα χρόνια, αλλά είχε μια ομορφιά αυτή η ιστορία»
-          Για την πολιτική του δράση και ιδεολογία, μετά το τέλος του Εμφυλίου φυλακίστηκε και εξορίστηκε: «Έζησε τη μισή ζωή του σε θαλάμους φυλακής και τσαντίρια εξορίας»
-          Όταν αποφυλακίστηκε αναμείχθηκε σε οικονομικές δραστηριότητες, που δεν διευκρινίζεται αν ήταν νόμιμες, και κατάφερε να αγοράσει σπίτι: «μπλέχτηκε με κάτι οικόπεδα, κέρδισε μερικά λεφτουδάκια κι αγόρασε το σπίτι, όπου ζούσε μονάχος»

Το παρελθόν (πρόσφατο)

-    Εν συνεχεία άρχισε να αποστασιοποιείται από το κόμμα, διατηρώντας τυπικές σχέσεις: «πηγαίνοντας στις συγκεντρώσεις, παραγγελτικά φυσικά, δίνοντας τακτικά τη συνδρομή του»
-          Ωραιοποιεί το παρελθόν του, ακούοντας αγωνιστικά τραγούδια στο πικάπ: «βολεμένος στα πιθάρια των αναμνήσεων», «ήταν καλά μέσα στο σπίτι με τις αναμνήσεις και το πικάπ»
-          Το 1965 πήγαινε στις διαδηλώσεις, «πάντα στα άκρα κρατούσε ένα καρπούζι»

Το παρόν

-          Την ημέρα επιβολής της δικτατορίας (21 Απριλίου 1967) νιώθει παγιδευμένος  στα αγαθά του. Φεύγει από το σπίτι του φοβούμενος μήπως συλληφθεί. Σκέπτεται προς στιγμή να πάει στο κέντρο όπου διαδραματίζονται γεγονότα, αλλά δεν έχει το κουράγιο.«Δεν μπορώ, σκέπτεται (…) ας κατεβούνε στο κέντρο οι νέοι»
-          Συντονίζει το βήμα του με το στρατιωτικό εμβατήριο. Η δικτατορία περνά μέσα του, ευνουχίζει τον προσωπικό στοχασμό και αποχρωματίζει την  ιδεολογική του ταυτότητα. «Πρώτη φορά περπατούσε μ’ αυτό τον τρόπο (…) το σιγομουρμούριζε κιόλας»
-          Τέλος εφευρίσκει το άλλοθί του, το ψαράκι της γυάλας, ευτελές σύμβολο του ευδαιμονισμού και πηγαίνει να κλειστεί στο σπίτι του, στη δική του γυάλα, στα δικά του τείχη: «Γιατί λοιπόν να μην κάνει κι ο ίδιος αυτή τη μικρή προσαρμογή (…). Για τ’  άλλα τα σοβαρά και μεγάλα, δεν είχε δύναμη».
Επιστρέφει στην Καισαριανή, συνώνυμη συνοικία της Αντίστασης, του μαρτυρικού θανάτου των αγωνιστών στην Κατοχή και εθνικό θυσιαστήριο της νεότερης Ελλάδας.

2 Παράγοντες-συντελεστές της αλλοτρίωσης του ήρωα.

Πολλές ενδοκειμενικές επισημάνσεις ερμηνεύουν την αλλαγή του ήρωα. Οικονομική αποκατάσταση, η θεοποίηση του βολεμένου, η γενική τάση αποδοχής της δικτατορίας, η απάθεια και η ουδετερότητα όλων, συντείνουν στην τελική του επιλογή. Είναι επίσης οι καταπιεστικές δομές και οι απάνθρωπες μέθοδοι της δικτατορίας.
Όμως η φθορά και ο ενδοτισμός που τον χαρακτηρίζουν είναι πιο πολύ υπόθεση πνευματική, είναι το ανθρώπινο πρόσωπο που έχει αφανιστεί. Είναι η απογοήτευση από έναν αγώνα, ένα όραμα που δεν πραγματοποιήθηκε «για μια υπεράνθρωπη προσπάθεια που δεν κατέληξε πουθενά» ή, όπως λέει αλλού ο συγγραφέας, «χαντακώθηκε αυτή η υπόθεση, χάθηκε η ευκαιρία για πάντα, και μόνο η ανάμνηση μένει, μια διαρκής ελεγεία γι’ αυτούς που σκοτώθηκαν, τα νιάτα που σπαταλήθηκαν χωρίς αποτέλεσμα».14
Είναι η κόπωση  και η ηλικία που δεν αίρεται πια από την ορμή και τον ιδανισμό της νιότης, τότε που «τη φωτιά τη νεανική την πήγα κρεσέντο». Ίσως όμως ο συγγραφέας εμμένει στη μαρξιστική αντίληψη ότι οι συνθήκες, το κοινωνικό περιβάλλον, οι κατεστημένες δομές διαμορφώνουν το ήθος και την προσωπικότητα του ανθρώπου. Οι μετασχηματισμοί της ελληνικής κοινωνίας στους όρους του καπιταλισμού και η συγκρότηση της κοινωνίας του ευδαιμονισμού ενέχονται για την αλλοτρίωση και την ηθική έκπτωση του ανθρώπου. Αναφέρει συναφώς ο Χάκκας στο διήγημα «Το νερό»: «Άτιμη κατάψυξη, λες τι μου κάνεις, ανέτρεψες όλο το μαρξισμό (…) Άτιμη συντήρηση, ξετίναξες και το λενινισμό. Πάει κι αυτός. Τίποτε δε μένει όρθιο. Κι από ιδέες τώρα με γεμάτο στομάχι τι να σκεφτώ;»15

3 Άλλα πρόσωπα

Στην αρχή του διηγήματος αναφέρεται ο κόσμος που μέσα στο γενικό πανικό «πέσαν όλοι στα τρόφιμα», τρομοκρατημένοι και ανασφαλείς από τη βίαιη ανατροπή του καθεστώτος.
Μια άλλη παρουσία είναι ο άνδρας της εξαδέλφης του ήρωα, «γερό παλικάρι, γερό μεροκάματο», που η μόνη του έγνοια αυτή την κρίσιμη ώρα για το έθνος, είναι το ποδόσφαιρο. Τελείως ανυποψίαστος και αλλοτριωμένος, δεν έχει πολιτικές πεποιθήσεις ή ενδιαφέροντα. Είναι γνήσιος εκπρόσωπος της κοινωνίας που συγκροτείται τη δεκαετία του ’60 με την ευρύτερη οικονομική και κοινωνική αλλαγή στην Ελλάδα και απολαμβάνει τα προνόμιά της.
Ένα άλλο πρόσωπο στο διήγημα είναι ο ανώνυμος ανθρωπάκος, ένας μικροαστός, που φορτωμένος ψώνια για την οικογένειά του, αυτή τη σημαδιακή μέρα, πορεύεται μπροστά από τον ήρωά μας και συντονίζει το βήμα του με το πατριωτικό εμβατήριο. Οι δικτατορίες, ως γνωστόν, χρησιμοποιούν την πατρίδα και το στρατό ως μπροσούρα του ιδεολογικού τους μανιφέστου, για να αποπροσανατολίζουν και να αποκοιμίζουν τις λαϊκές μάζες. Ούτε αυτός φαίνεται να προβληματίζεται για την πολιτική κατάσταση, το μόνο που τον νοιάζει είναι η ζωούλα του, η επιβίωση της οικογένειάς του. Οι κοινωνικές αξίες δεν τον ενδιαφέρουν, έχει εγκλωβιστεί στις μέριμνες του καθ’ ημέραν βίου.
Τέλος μνεία γίνεται για άλλους ομοϊδεάτες και φίλους του ήρωα, που λόγω των αριστερών φρονημάτων τους και της πολιτικής τους δράσης, έχουν συλληφθεί ήδη, ή φοβούνται ότι θα συλληφθούν και ίσως έφυγαν από το σπίτι τους και τριγυρίζουν στους δρόμους της Αθήνας, όπως ο άνθρωπός μας.

ΙV. Τεχνική


1.      Αφηγητής-αφήγηση

Η αφήγηση της ιστορίας γίνεται σε τρίτο πρόσωπο από έναν αφηγητή που παρακολουθεί από κοντά τον ήρωά του, είναι αυτόπτης και αυτήκοος, χρησιμοποιεί την εσωτερική εστίαση στις σκέψεις και στα συναισθήματά του, αλλά ταυτόχρονα αξιοποιεί την τεχνική της ειρωνικής αποστασιοποίησης. Σχολιάζει τη δράση και τους διαστοχασμούς του με ειρωνεία αλλά και συγκατάβαση. Το δεύτερο πρόσωπο στους εσωτερικούς μονολόγους επιτείνει τη συμπάθεια του αφηγητή προς τον ήρωά του.
Ο αφηγητής παρεμβαίνει τρεις φορές διακόπτοντας την αφήγηση στην κλασική εκδοχή της, παραθέτοντας δικά του σχόλια16:α) Το πρώτο σχόλιο («Σ’ όλους τους ανθρώπους…ο νόμος της παραλλαγής») αφορά την αξία των αντικειμένων. Στις πρωτόγονες κοινωνίες η αξία είναι χρηστική, στις προηγμένες εμπορευματικές κοινωνίες η αξία είναι ανταλλακτική. Ο αφηγητής, με προφανή σατιρική διάθεση, επιχειρεί μια κοινωνιολογική ερμηνεία της ιδιάζουσας κατάστασης που επικρατεί στην Ελλάδα, λέγοντας ότι υπάρχει και μια Τρίτη αξία, η παραλλακτική, δημιουργώντας ένα νεολογισμό, που τον ορίζει με ανάλογη θεωρητική διατύπωση.
β) Εν συνεχεία, ενώ μας δίνει πληροφορίες για το παρελθόν και το παρόν του ήρωα, διακόπτει τη ροή της αφήγησης, για να σχολιάσει τη ζωή του ήρωα («Ήταν ωραία ν’ ακούς τους δίσκους…με μια φραντζόλα στο χέρι»). Εδώ το σχόλιο διηθείται μέσα από την οπτική του ήρωα που μιλά στον εαυτό του σ’ έναν εσωτερικό μονόλογο: ο αφηγητής μιμείται αυτούσια τη φωνή του, αποδίδοντας διαλογισμούς του και τον ειρωνεύεται στην προσπάθειά του να εξωραΐσει το παρελθόν του και τη στάση του.
γ) Τέλος, καθώς ο άνθρωπός μας διαλογίζεται και προβληματίζεται για τη δικτατορία και την ανατροπή της, ο αφηγητής παρεμβαίνει για τρίτη φορά για να διακόψει τις αισιόδοξες προβλέψεις του: («Τώρα όποιος θα ‘θελε να ψιλοκοσκινίσει…στο κέντρο οι νέοι»). Η σκληρή φωνή που αναδύεται από τα βάθη της ύπαρξής του, είναι η φωνή του αφηγητή που παρεμβάλλεται στον εσωτερικό μονόλογο, συγκρούεται μαζί του και τον σαρκάζει.
Τα σχόλια, οι περιγραφές, τα διλήμματα, η διάχυτη ειρωνεία και ο σαρκασμός προσδίδουν ένταση, δραματικότητα και ολοκληρώνουν το σκηνικό της ζωής και την έκπτωση της συνείδησής του.



2   Η λειτουργία του χρόνου 

α) Ο χρόνος συγγραφής

Το διήγημα γράφτηκε μετά την 21η Απριλίου 1967, εφόσον σ’ αυτή τη μέρα αναφέρεται η ιστορία και αυτή η μέρα συνιστά terminus post quem. Ο χρόνος δημοσίευσης είναι ο terminus ante quem. Το αφήγημα δημοσιεύτηκε στα Νέα Κείμενα,2 το φθινόπωρο του 1971. Άρα ο χρόνος γραφής κυμαίνεται μεταξύ Απριλίου 1967 και των αρχών του 1971.

β) Ο χρόνος της ιστορίας

Ο χρόνος της ιστορίας, του μύθου, διαρκεί κάπου μια μέρα, οκτώ έως δέκα ώρες. Αρχίζει από το πρωί της 21ης Απριλίου 1967, όταν ο δικός μας εμφανίζεται, φεύγει από το σπίτι του, αγοράζει τη φραντζόλα από το φούρνο, περνάει από το Βύρωνα, Δάφνη, Καλλιθέα, σταματάει για καφέ στο σπίτι της εξαδέλφης του και γυρίζει το σούρουπο στην Καισαριανή. Αυτή η ιστορία δεν έχει δράση, απλώς ένας άνθρωπος πορεύεται στους δρόμους της Αθήνας με μια φραντζόλα υπό μάλης. Καθώς ο ήρωάς μας περιπλανάται, σκέπτεται, θυμάται, διαλογίζεται. Ο αφηγητής καταγράφει αυτές τις σκέψεις, τις εικόνες, τις αναμνήσεις, τα διλήμματα, συνθέτει ένα μοντάζ, μια τομογραφία του ψυχισμού του ήρωα.

γ) Ο χρόνος της αφήγησης

 Το διήγημα αρχίζει in medias res, επομένως ο χρόνος της αφήγησης χαρακτηρίζεται από αναδρομικές διηγήσεις που αφορούν τη στάση του ήρωα στο παρελθόν π. χ. στα Ιουλιανά ή στα αγωνιστικά χρόνια της νιότης του. Αυτές οι εκ των υστέρων αναφορές γεγονότων λέγονται αναλήψεις. Με τις αναλήψεις ο χρόνος της ιστορίας εκτείνεται και καλύπτει γεγονότα της περιόδου 1940-1967. Ο χρόνος της αφήγησης κινείται παλινδρομικά: ξεκινά από το παρόν, 21η Απριλίου 1967, πάει στον Ιούλιο του ’65 («Στα Ιουλιανά, πηγαίνοντας ο άνθρωπός μας στις συγκεντρώσεις…»), επανέρχεται στο παρόν, ανατρέχει περιληπτικά στο απώτερο παρελθόν 1945-67 («Αφού έζησε τη μισή ζωή του…ζούσε μονάχος»), δίνει με επαναληπτικό τρόπο τις συνήθειές του στο παρόν, στο σπίτι του (που κατέχει κυρίαρχη θέση στην αφήγηση) και επανέρχεται στη μέρα της επιβολής της δικτατορίας.
Ίσως θα πρέπει να αποδώσουμε αυτή την τεχνική στην επίδραση του κινηματογράφου. Τα αλλεπάλληλα flash back, χωρίς χρονική ακολουθία, είναι κινηματογραφικό στοιχείο. Ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει συναφώς: «Χρειάζεται αλλαγή πλάνου, ένα νέο μοντάζ ψυχικών καταστάσεων (…)Την τελευταία στιγμή, όπως σ’ όλα τα φιλμ, κάποιος από μας θα προδώσει».17
Η παλινδρομική αυτή κίνηση του χρόνου τελειώνει, όταν ο αφηγητής καταγράφει τα διλήμματά του για τη συμμετοχή ή όχι στις διαδηλώσεις και προχωρεί έπειτα, μετά την επίσκεψή του στην εξαδέλφη του, στην οριστική του απόφαση για επιστροφή στο σπίτι και προσαρμογή στη νέα τάξη πραγμάτων.

       V. Τελικός σχολιασμός

Ο Μάριος Χάκκας, πεζογράφος της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, στη σύντομη λογοτεχνική του διαδρομή, μας κληροδότησε ένα έργο στο οποίο ανιχνεύουμε ουσιώδη στοιχεία της γενιάς αυτής: Έντονη πολιτικοποίηση, παρουσία ιδεολογικών πεποιθήσεων, απομυθοποίηση προσώπων και καταστάσεων, βιωματική αφετηρία, μαύρο χιούμορ, αγωνία για τη διάσωση του ανθρώπινου προσώπου, καταδίκη της κοινωνίας του ευδαιμονισμού, διάσπαση του εσωτερικού κόσμου.
Ο Χάκκας συνέβαλε στη διαμόρφωση ενός νέου τρόπου γραφής, ανατρεπτικού για την εποχή του, που τον διακρίνει σαφέστατα για την ετερότητα της θεματογραφίας του, της ιδεολογίας του και του λόγου. Κατάφερε, με ανορθόδοξο, ιδιάζοντα τρόπο, όπως αναρωτιόταν «να εκσφενδονίσω βεγγαλικά τις φράσεις, καταυγάζοντας, έστω και για μια μόνο στιγμή αυτή την αιώνια νύχτα. Πώς να ηλεκτροφωτίσω το στερέωμα με μπλε, μοβ και κόκκινα αστέρια χωρίς να ξοδεύω ζωή;». Έτσι γράφει στο Τρίτο νεφρό, που είναι ένα κείμενο ποιητικής, όπου αναφέρει τους δασκάλους του, τον Ρίλκε, τον Μπέκετ, τον Χένρι Μίλλερ.
Δείγμα γραφής της ώριμης περιόδου της πεζογραφίας του Μ. Χάκκα αποτελεί Το ψαράκι της γυάλας. Εδώ αναδεικνύει και αναπαριστά μέσα από το μικρόκοσμο του ήρωα την ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας. Ιδιαίτερα διαγράφει το οικονομικό και το κοινωνικό πλαίσιο, το πολιτικό κλίμα της δεκαετίας του ’60. Τα γεγονότα και τα πρόσωπα αποδίδονται με ρεαλισμό, με οξύτατη ειρωνική διάθεση, με λόγο ευθύβολο, ακαριαίο, πυκνό και άμεσο που ζωγραφίζει τη γυμνή αλήθεια της ζωής. Σαφώς το διήγημα ενέχει έντονο πολιτικό χαρακτήρα. Ο ήρωας συνιστά έναν τυπικό εκπρόσωπο αυτών που αγωνίστηκαν στο αριστερό στρατόπεδο, αλλά εν συνεχεία αλλοτριώθηκαν, συμβιβάστηκαν με τα πρότυπα της αστικής κοινωνίας και ενεπλάκησαν στις αδιέξοδες αντιφάσεις της. Η τελική επιλογή του ήρωα είναι μια στάση ζωής, μια κοσμοαντίληψη που δηλώνεται ως κομφορμισμός και αφομοίωση μικροαστικών προτύπων, που νοθεύουν το ανθρώπινο τοπίο. Και πολλοί ομοϊδεάτες του, εξουθενωμένοι από τις τραυματικές εμπειρίες της φυλακής, της εξορίας και των βασανιστηρίων, υπέκυψαν στους πειρασμούς της καταναλωτικής Κίρκης, εγκλωβίστηκαν στο νεοπλουτισμό και την ιδιοτελή λογική της ατομικής ευτυχίας. Και άλλοι συγγραφείς μυθοποιούν παρόμοιες ιστορίες: Α. Φραγκιάς (Καγκελόπορτα), Μ. Αναγνωστάκης (Αισθηματικό διήγημα), Δ. Σωτηρίου (Κατεδαφιζόμεθα) κ. ά.

VI. Παράλληλο κείμενο

Ο Μάριος Χάκκας στο πρώτο από τα τρία διηγήματα που προστέθηκαν στη β΄ έκδοση του Τυφεκιοφόρου του εχθρού, με τίτλο «Ένα κορίτσι», μας αφηγείται με ειρωνεία και σκεπτικισμό, την ιστορία δύο αριστερών αγωνιστών, οι οποίοι είναι έτοιμοι να ενδώσουν στην απριλιανή δικτατορία, καθώς μέσα τους έσβησε το όραμα της νεανικής ουτοπίας και τώρα αμφιβάλλουν γι’ αυτά που κάποτε λάτρεψαν ως υπέρτατη αλήθεια. Και οι δύο διατελούν σε ιδεολογική σύγχυση και δεν ξέρουν πια ποιος έχει δίκιο, αυτός που εκδηλώνει ευθαρσώς τις ιδέες του και μάχεται γι’ αυτές στη ζωή, ή ο άλλος που αποφεύγει να εκδηλωθεί και να πάρει θέση.
Ο θείος του κοριτσιού και ο φίλος του, ο αφηγητής, μόλις επιβλήθηκε το πραξικόπημα, συνελήφθησαν και εξορίστηκαν σ’ ένα νησί. Εκεί δέχονται να υπογράψουν δήλωση μετανοίας, για να ελευθερωθούν και να γυρίσουν σπίτι τους. Ο συγγραφέας, σε πλήρη αντίστιξη προς αυτή την αντιηρωική στάση, αντιπαραθέτει το ήθος της Μαρίας, ενός κοριτσιού δώδεκα χρόνων, εγγονής μιας παλιάς αγωνίστριας (που πεθαίνει από καρκίνο και λυπάται γιατί δεν θα πάει στη διαδήλωση). Η Μαρία, ασυμβίβαστη στην ιδεολογία της, «με κατασταλαγμένες απόψεις», ενσαρκώνει την οργισμένη διαμαρτυρία των νέων ενάντια στην αλλοτρίωση του ανθρώπου. Στέκεται αμείλικτη και επικριτική «πελώρια, τεράστια αφίσα αντάρτισσας κι ένα χαμόγελο σιγουριάς στην άκρη απ’ τα χείλη», μπροστά σ’ αυτούς που σκύβουν το κεφάλι δυο φορές ηττημένοι. Προτιμά να μπει στη φυλακή «παρά να δει τα μούτρα αυτών που γυρίζουν». Αυτούς «που κάποτε πίστεψε, θαύμασε και τώρα γυρίζανε λείψανα με το «δεν ξέρω’ στο στόμα, ένα καράβι δεν ξέρω». Τρελή τη χαρακτηρίζουν οι άλλοι, αλλά αυτή η θεία τρέλα διασώζει την αξιοπρέπεια του ανθρώπινου προσώπου και το μέλλον του κόσμου.18


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.      Αλέξανδρος Κοτζιάς, Μεταπολεμικοί πεζογράφοι, Κέδρος 1982, σ. 301.
2.      ό. π. σ. 303.
3.      «Το τρίτο νεφρό», Μάριου Χάκκα, Άπαντα, Κεδρος 1986, σ. 254.
4.      «Το κοινόβιο», Άπαντα, ό. π. σ. 332.
5.      ό. π. σ. 350
6.      Για την ενότητα αυτή στηριχτήκαμε κυρίως στη  μελέτη της Έρης Σταυροπούλου, «Μάριος Χάκκας.«Μια ποίηση από τη ζωή». Στοιχεία για τη θεματική και την ποιητική του», Προτάσεις ανάγνωσης για την πεζογραφία μιας εποχής, εκδ. Σοκόλη, 2001, σσ. 187-207.
7.      Μάριος Χάκκας, Κριτική θεώρηση του έργου του, Κέδρος, 1979, σ. 52.
8.      ό. π. σ. 88
9.      Σημειώνει σχετικά στο Κοινόβιο: « Εμ, κι εμείς τ’ ανθρωπάκια που δεχτήκαμε χρόνια να τρώμε στη μάπα τη «ράγια»; Και να σκέφτομαι πως υπάρχουν άνθρωποι που αποδέχονται τους κανόνες μιας τέτοιας ζωής. Τι τους συμβαίνει και χώνονται μέσα στη μάντρα; Πάντως εγώ, απ’ όσο ξέρω κι οι φίλοι μου, σε μάντρα δεν ξαναμπαίνω, οποιαδήποτε μάντρα». Άπαντα, ό. π. σ. 321.
10.  Έρη Σταυροπούλου, ό. π. σ. 196.
11.  «Η τοιχογραφία», Άπαντα, ό. π. σσ. 231-234.
12.  Με ειρωνεία που εξικνείται ως το σαρκασμό καταγγέλλει τις κομματικές συνεδρίες στις οποίες τα θέματα, «Το ζήτημα» δεν συζητείται ποτέ. «Μπαίνει ντιρεκτιβίστικα, κοπτατσιακά, χωρίς διανοουμενίστικες αντιρρήσεις και ψείρισμα. Εκείνο που μένει για σας (τα μέλη) είναι η εφαρμογή, η συγκεκριμένη πρακτική που θα σας οδηγήσει στη λύση του προβλήματος». Τον άνθρωπο που διαμαρτύρεται και δεν συμβιβάζεται τον πετάνε έξω, που μ’ ένα κινηματογραφικό τρόπο πέφτει από τον τέταρτο όροφο, καθώς αναλογίζεται τα μεγάλα προβλήματα, «ο κόσμος», «η κοινωνία», «ο άνθρωπος».(«Ο τυφεκιοφόρος», Άπαντα, ό. π. σ. 137.
13.  Για την κατανόηση της εποχής στην οποία αναφέρεται τόσο το «Ψαράκι της γυάλας», του Μάριου Χάκκα, όσο και το «13-12-43» του Γιώργου Ιωάννου, αλλά ακόμα και άλλα λογοτεχνικά έργα, πεζά και ποιητικά, είναι απαραίτητη η γνώση των ιστορικών γεγονότων της περιόδου 1940-1967, γι’ αυτό και τα παραθέτουμε εν συντομία.
Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1939-1945), η Ελλάδα, αφού επιτυχώς απέκρουσε τους επιτεθέντες σ’ αυτή Ιταλούς (28 Οκτωβρίου 1940), αναγκάζεται τελικά να υποκύψει στην πολύ ισχυρότερη δύναμη της Γερμανίας (Απρίλιος 1941). Ακολουθεί τότε η περίοδος της Κατοχής, στην οποία η Ελλάδα υπέστη τα πάνδεινα. Οι Γερμανοί λεηλάτησαν τους πόρους της χώρας, δέσμευσαν όλα τ’ αγαθά, το φυσικό πλούτο και την παραγωγή. Συνέπεια αυτής της κατάστασης υπήρξε ο υποσιτισμός του λαού. Το χειμώνα του 1941-42 πέθαναν από πείνα 300.000 άνθρωποι.
Παρόλα τα δεινά, στην περίοδο της Κατοχής ιδρύθηκαν και έδρασαν πολλές αντιστασιακές οργανώσεις (ΕΑΜ, ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ κ. ά.), με στόχο την απελευθέρωση της Ελλάδας. Δυστυχώς, ήδη από την περίοδο της Κατοχής, διαφάνηκαν  οι ιδεολογικές διαφορές αυτών των ομάδων και άρχισαν οι μεταξύ τους συγκρούσεις. Σχεδόν αμέσως με την απελευθέρωση (12 Οκτωβρίου 1944), το Δεκέμβριο του ’44, άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ αριστερών και δεξιών οργανώσεων. Ο εμφύλιος τέλειωσε το 1949 με τη συντριβή των αριστερών δυνάμεων, πράγμα που είχε ως συνέπεια τις διώξεις από το επίσημο κράτος, την αναγκαστική μετανάστευση πολλών αριστερών στις σοσιαλιστικές χώρες, τη μετεγκατάσταση στα αστικά κέντρα πολλών πολιτών της υπαίθρου και προπάντων το ιδεολογικό χάσμα μεταξύ των Ελλήνων, οι οποίοι έζησαν για πολλά χρόνια κάτω από το σύνδρομο του εμφυλίου πολέμου.
Παρά την παρουσία χαρισματικών πολιτικών ηγετών, όπως ο Ν. Πλαστήρας, ο Α. Παπάγος, ο Κ. Καραμανλής, ο Γ. Παπανδρέου και το αξιόλογο έργο που επετέλεσαν για την ανοικοδόμηση της χώρας, οι μνήμες του εμφυλίου πολέμου και οι επεμβάσεις των ανακτόρων, επηρέασαν καταλυτικά την ομαλή λειτουργία του πολιτικού βίου. Αποκορύφωμα υπήρξε η αποπομπή από την πρωθυπουργία του Γεώργιου Παπανδρέου από το βασιλιά, τον Ιούλιο του 1965. Ο λαός διαμαρτυρήθηκε με διαδηλώσεις και συγκεντρώσεις, γεγονότα που έγιναν γνωστά ως Ιουλιανά. Η πολιτική αστάθεια που ακολούθησε με τις κυβερνήσεις να διαδέχονται η μια την άλλη, οδήγησε στην ανατροπή του καθεστώτος και στην εγκαθίδρυση της στρατιωτικής δικτατορίας (21 Απριλίου 1967). Η επτάχρονη δικτατορία τερματίστηκε το 1974, με την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο.   
14.  «Το Κοινόβιο», Άπαντα, ό. π. σ. 342.
15.  «Το νερό», Άπαντα, ό. π. σ. 240.
16.  Χριστόφορος Μηλιώνης, Με το νήμα της Αριάδνης, εκδ. Σοκόλη, 1991, σσ. 125-137.
17.  «Το σινεμά», Άπαντα, ό. π. σ. 70.
18.  «Ένα κορίτσι», Άπαντα, ό. π. σσ. 155-160.
  
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 
1.      Γιαννακόπουλος Ηλίας, «Μάριου Χάκκα, Το ψαράκι της γυάλας», περ. Νέα Παιδεία, 39, Αθήνα, Καλοκαίρι 1986, σσ. 134-143.
2.      Μηλιώνης Χριστόφορος, «Μάριος Χάκκας: Το ψαράκι της γυάλας», Με  το νήμα της Αριάδνης, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα 1991, σσ.207-213.
3.      Νάντης Παναγιώτης, «Μάριου Χάκκα, Το ψαράκι της γυάλας», περ. Νεοελληνική Παιδεία, 18, Αθήνα 1989, σσ. 47-56.
4.      Ρεπούσης Γιώργος, Μάριος Χάκκας, Προσεγγίσεις στο πεζογραφικό του       έργο, Μεταίχμιο, Αθήνα 2004.
5.      Σταυροπούλου Έρη, «ΜΑΡΙΟΣ ΧΑΚΚΑΣ «Μια ποίηση από τη ζωή» Στοιχεία για τη θεματική και την ποιητική του», Προτάσεις ανάγνωσης για την πεζογραφία μιας εποχής, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα 2001, σσ. 187-207.
6.      Μάριος Χάκκας, Κριτική θεώρηση του έργου του, Κέδρος, Αθήνα 1979.
7.      Η μεταπολεμική πεζογραφία, Η΄ Τόμος, εκδ. Σοκόλη, σσ. 86-119.
8.      Κριτήρια αξιολόγησης και ανάλυση οδηγιών διδασκαλίας για τα κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄ Ενιαίου Λυκείου, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2001, σσ. 151-165.










«Δε μπορώ να μικρύνω όγκο κανέναν, δεν ξαναγίνομαι είκοσι χρονώ, αυτό είναι βέβαιο, κι έπειτα δεν ξέρω αν δε θα ξανάρχιζα πάλι τα ίδια, γιατί δεν γλιτώνεις εύκολα από τον κοινωνισμό, όταν μάλιστα αρχίζεις τη ζωή σου από την Καισαριανή της Κατοχής κι έχεις αυτήν  την τρομερή μανία εναντίον του δοσιλογισμού.»
Για τον ανυποψίαστο αναγνώστη, η γνωριμία με τα βιβλία του Χάκκα σφραγίζει ανεξίτηλα αφενός τον τρόπο σκέψης του, αφετέρου το γούστο και την κριτική του προσέγγιση σε ότι αφορά στην μεταπολεμική λογοτεχνία της νεότερης γενιάς. Η εντύπωση ότι πρόκειται για μια αυθεντική φωνή που εκτελεί ακριβή ανάγνωση της γύρω πραγματικότητας, αλλά και διαθέτει τη δυνατότητα να κάνει οξυδερκή σχόλια, δεν εγκαταλείπει τον αναγνώστη σε καμιά σελίδα του έργου του.
Θεωρούμε τα τρία βιβλία που επιλέξαμε να παρουσιάσουμε εδώ μια καλή αφορμή για να ενδιαφερθεί κανείς για την λογοτεχνική παραγωγή ενός συγγραφέα που, όπως πολλοί της γενιάς του -Τσίρκας, Κατσαρός, Αλεξάνδρου-  διαμορφώθηκε από τις ιστορικές και πολιτικές συγκυρίες.




 Ο Τυφεκιοφόρος του Εχθρού είναι η πρώτη συλλογή διηγημάτων. Με τρομερό σαρκασμό ανιχνεύει τους μηχανισμούς του συστήματος που λειτουργούν στο στρατό και τη φυλακή και μάλιστα τα εξαντλεί επαρκώς ως πεδία αναζήτησης. Αναφορές στον τετραετή εγκλεισμό του στις φυλακές της Καλαμάτας και της Αίγινας με την κατηγορία του αριστερού και στη θητεία του ως μουλαρά (στρατιώτη τρίτης κατηγορίας). Ξεκινά επίσης να εκφράζει την κριτική του στάση απέναντι στην κομματική γραφειοκρατία.



Ο Μπιντές και Άλλες Ιστορίες είναι μάλλον  το καλύτερο του έργο. Επίθεση σε όλες τις πτυχές του μικροαστισμού. Έχει να κάνει με όλο εκείνον τον κόσμο που επιβίωσε της ήττας και που ως αντίδοτο στην απογοήτευση του, του προσφέρθηκε το βόλεμα, ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι του, η καινούρια τουαλέτα με το μπιντέ. Με άλλα λόγια, το πώς ένας κόσμος προσπάθησε να καλύψει την τρύπα της απώλειας του νοήματος με την αποδοχή του μοντέλου της άκρατης κατανάλωσης και μετέπειτα του εκσυγχρονισμού.



Το Κοινόβιο είναι το τελευταίο έργο του Χάκκα. Μοναδικό στη σύλληψή του, σχεδόν σχεδιάζει τη μεγάλη έξοδο. Σε ένα σημείο ονειρεύεται να του παραχωρηθεί 'ένα μικρό μετόχι χαμένο ανάμεσα Καισαριανής και Καρέα', όπου θα συγκεντρωθεί η πιο απίθανη συλλογή τοπικών ηρώων, πότες, αμετανόητοι γυναικάδες, και πάνω από όλα άνθρωποι της παρέας. Φυσικά, στην πραγματικότητα, όλοι τους είναι ήδη αποσυρμένοι από τη ζωή και τον αγώνα ή ακόμη και ήδη νεκροί. Αλλού, αρχιτεκτονικά χτίζει την εικονογραφία της κηδείας του, όπου συνωστίζονται οι γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή του. Και τελικά με την οξυδέρκεια και το βάθος ενός ψυχίατρου ανατρέχει στα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή του, στις ενοχές που κωδικοποιήθηκαν μέσα του, στο αστείρευτο χιούμορ του που προχωρά στο πλευρό της προσωπικής του τραγωδίας: «Το 2000 μ.Χ. θα υπάρχουν δισεκατομμύρια μοιχοί. Το 2000 'Το Κεφάλαιο' θα είναι επιτέλους σωστά μεταφρασμένο (όχι η γυροβολιά του προϊόντου), θα μπορεί κανένας να χαίρεται το νεύρο του και την ειρωνεία του.
Είναι γεγονός ότι κανείς θα μπορούσε να αντλήσει αρκετά μοτίβα προς ανάλυση από το έργο του Χάκκα. Εδώ όμως θα μας απασχολήσουν τρία: η Καισαριανή ως αφηγηματικό πεδίο, η σχέση του Χάκκα με τη Γυναίκα, και η αναζήτηση του σχετικά με το ίδιο το γράψιμο του.
 Εντυπωσιακά επανέρχεται παντού η χωροταξία και η ανθρωπογεωγραφία της Καισαριανής. Η περιοχή αναδεικνύεται ως μυθικό τοπίο, ποτισμένο με το αίμα των αγωνιστών που σφαγιάσθηκαν στην «Οδό Εθνικού Θυσιαστηρίου», στους δρόμους, τα χωράφια παντού. Έχουμε να κάνουμε με ιδεολογικά, ιστορικά και προσωπικά φορτισμένο τόπο. Προσωποποιείται σε τέτοιο βαθμό που ουσιαστικά λειτουργεί καταλυτικά στον ρυθμό και το ύφος των κειμένων: «Κάποτε Καισαριανή, ήσουν ένα αστέρι, έλαμψες για μια στιγμή στο στερέωμα και χάθηκες για πάντα στο χάος της ιστορίας ...; Καισαριανή, ιδρώνω, Καισαριανή, ασφυκτιώ, Καισαριανή, αναγουλιάζω. Κάθεσαι με το σούρουπο και δροσίζεσαι στα πεζοδρόμια, ενώ τα κορίτσια σου κατεβαίνουν με τα τσαντάκια στο χέρι για την πιάτσα. Πίνεις τη σουμάδα σου με τα λεφτά της μεσιτείας και ρεύεσαι.»(Ο Μπιντές και Άλλες Ιστορίες).
«Λυτρώθηκε από την κοινωνία, τα κοινά και τις κοινές.»(Το Κοινόβιο) Είναι ένα λογοπαίγνιό, αγαπημένο του υφολογικό χαρακτηριστικό, με το οποίο θα μπορούσε κανείς να αρχίσει να ψηλαφίζει τη σχέση του Χάκκα με τις γυναίκες. Ο Χάκκας έχει αδυναμία στις γυναίκες δηλωμένη και ειλικρινή. Μιλάει για την ένωση των φύλων ως θεραπεία στη κοινωνική νόσο, ως παρηγοριά στη θλίψη της πραγματικότητας και στην απογοήτευση που έσπειρε η ήττα: «Δε θα σκεφτόμαστε όμως ούτε Μαραθώνα ούτε Γοργοπόταμο. Μόνο τη γέρικη πλαγιά με το δαφνώνα, το χέρι μας βαλμένο ανάμεσα στα σκέλια της γυναίκας ...;»(Το Κοινόβιο)
Σε ότι αφορά στο ζητούμενο του Χάκκα απέναντι στην ίδια τη συγγραφή, καταρχήν παρατηρεί κανείς ότι αξιοποιεί στο έπακρο και μάλιστα μεταβολισμένα τα επιτεύγματα του σουρεαλισμού. Έτσι  επιτυγχάνει ένα ρυθμό και μια ιδιότυπη λαϊκή εικονογραφία που δημιουργούν ατμόσφαιρα ιλαροτραγωδίας.  Όλη του η δουλειά διατρέχεται από τέτοιο συγκερασμό του βιωματικού και του μυθοπλαστικού στοιχείου που ο αναγνώστης του πασχίζει να διακρίνει τι έχει υπάρξει σε επίπεδο εμπειρίας και τι έχει επινοηθεί. Αυτή η αριστοτεχνική μείξη οικοδομεί ένα εκ βαθέων εξομολογητικό ύφος όπου η συγκίνηση είναι τόσο κυρίαρχη και απτή που σε κατακλύζει σαν βροχή. Παρότι το περιεχόμενο καθορίζει αποφασιστικά τη δουλειά του, είναι λάτρης της λέξης:«Μπούχτισα πια από αρμονίες, κάτι χέρια-αστέρια και περιστέρια-μαχαίρια με κάνουν να ξερνάω, ενώ αγάλλομαι στη δυσαρμονία, έστω αστέρια-τσουτσούνες κι ας μην του ταιριάζει, ας δυσαρμονίσουμε και μια φορά, αρκετά μας ταλαιπώρησαν οι εύκολες ρίμες, οι κραυγές των ηλεκτρικών μπουζουκιών, οι μπουάτ κι οι μπουτίκ που δεν έχουνε σχέση καμιά με τα μπούτια.»(Το Κοινόβιο) Ομοίως, το χιούμορ και η σάτιρα είναι διάσπαρτο παντού μέσα στη φράση του ακόμη κι όταν διατυπώνει τις σοβαρότερες απόψεις για την τέχνη του: «Μιλάω για μια ποίηση από τη ζωή, όχι καλά και σώνει για τη ζωή, πολύ περισσότερο για κάποιο σκοπό. Έτσι βρίσκω την ποίηση για την ποίηση τουMallarme, malarmee[κακά εξοπλισμένη]. Θα θελα αυτούς που έχουν αυτό το μεράκι να χουν αγγίξει έστω με το μικρό δαχτυλάκι την καραβάνα της απελπισίας, να ναι, μ' άλλα λόγια, bon armee [καλά εξοπλισμένη] και alarme[αφυπνισμένη].»


Σύντομα βιογραφικά στοιχεία: Ο Μάριος Χάκκας γεννήθηκε το 1931 στη Μακρακώμη της Φθιώτιδας, και από τα τέσσερα του χρόνια μέχρι το θάνατό του έζησε στην Καισαριανή. Από το 1951 αρχίζει η επαφή του με την αριστερά και η πολιτική του δραστηριότητα. Γίνεται μέλος της ΕΔΑ, και συμμετέχει στην ίδρυση του πρώτου πολιτιστικού συλλόγου της Καισαριανής (Φ.Ε.Ν.)  Παρακολουθεί το τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Παντείου για δυο χρόνια. Το 1954 συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε τετραετή κάθειρξη στην Καλαμάτα και μετά στην Αίγινα. Από το 1964 μέχρι το 1967 διατελεί δημοτικός σύμβουλος της Καισαριανής. Το 1966 κορυφώνεται η διένεξή του με το Κ.Κ.Ε. Το 1969 αρχίζει η μάχη με τον καρκίνο που αρχικά τον χτυπάει στο νεφρό και μετά στον πνεύμονα. Πέθανε το 1972, στα 41 του χρόνια. Έζησε, έγραψε και πέθανε χωρίς να προδώσει τις αναφορές του.



Βιβλιογραφία: 1. Τα έργα του Μ. Χάκκα που αναφέρονται.
2. Μάριος Χάκκας, Κριτική Θεώρηση του Έργου του, Κέδρος, 1979
3. Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.

Εργογραφία Μάριου Χάκκα:
Όμορφο καλοκαίρι, ποιήματα,1965. 2η έκδοση Κέδρος, 1973.
Τυφεκιοφόρος του εχθρού, διηγήματα, 1966.
Ο Μπιντές και άλλες ιστορίες, Κέδρος, 1970.
Ενοχή, Τρία μονόπρακτα, Κέδρος 1971.
Το Κοινόβιο, Κέδρος, 1972.
Άπαντα, Κέδρος 1978.
Χ.Μ.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...