Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Ευφροσύνη Μαντά - Λαζάρου ‘‘Ο Νώε στην πόλη‘‘

Από την απαγγελία της Ευφροσύνης Μαντά - Λαζάρου στο Open Studio της Αγγέλως Ευαγγέλου 

από τον Κωνσταντίνο Κοκολογιάννη

Με μεγάλη χαρά παρουσιάζουμε την ποιητική συλλογή της Ευφροσύνης Μαντά - Λαζάρου, ’’Ο Νώε στην Πόλη‘‘, που κέρδισε το κρατικό βραβείο ποίησης για το 2013. 
Με την Φρόσω μας ενώνει μια ιδιαίτερη σχέση. Ήταν η πρώτη συνέντευξη που πήρα για το Λόγο και Τέχνη. Ήταν η επιμελήτρια και παρουσιάστρια της ποιητικής μου συλλογής Άρα είχε δίκιο κι ο Μπωντλαίρ, εκδόσεις Αρμίδα, αλλά και η παρουσιάστρια του βιβλίου του Edmodo De Amicis Οι Ψυχολογικές επιδράσεις του κρασιού, που μετέφρασα.

  O Αλέξανδρος Ακριτίδης, λογοτέχνης,  γράφει στο http://www.apostaktirio.gr/ για την ποιητική συλλογή της Φρόσως

«Ο Νώε στην πόλη» της Ευφροσύνης Μαντά Λαζάρου δεν προσδιορίζεται εύκολα ως λογοτεχνικό είδος. Πρόκειται ουσιαστικά για πεζογραφήματα γραμμένα με ποιητική χροιά. Το βιβλίο αυτό είναι ένα λυρικό και μελαγχολικό ταξίδι, που συνδέει το παρελθόν με το σήμερα. Αφιερωμένο σε μια πόλη που τη μετάλλαξε ο χρόνος. Παλιές συνοικίες, απολιθώματα μιας άλλης νοσταλγικής εποχής, που πλέον ζούνε σε νέους ρυθμούς, μοντέρνους, παράνομους, ακόλαστους και ξενικούς. Τα παλιά μαγαζάκια που έκλεισαν, ο κόσμος που έφυγε, οι αλλοδαποί που έφτασαν, η νεολαία που αγνοεί το σκληρό παρελθόν της πατρίδας της. 


Ήρωες της Ευφροσύνης Μαντά Λαζάρου είναι οι διάφοροι άνθρωποι που παρελαύνουν απ’ το οπτικό της πεδίο. Κουρασμένοι ναυτικοί, γυναίκες του δρόμου, μοναχικά όντα, κρυμμένοι τζογαδόροι, άδολοι οδοκαθαριστές, που καλούνται να ξεβρομίσουν τη μιαρή κατάσταση που διαμορφώνεται καθημερινά. Όλα αλλιώτικα, όλα άγνωστα για μια συγγραφέα που έχει σχέσεις αγάπης μ’ αυτήν την πόλη. Πληγές ανοιχτές σε μια οικουμένη που έχασε τη χαρά και την αθωότητα των προηγούμενων χρόνων. Στρατιώτες φρουροί ενός αιματοβαμμένου πολέμου, που ξεχάστηκαν στα πόστα τους και άνθρωποι, που πέρασαν τη ζωή τους προστατεύοντας το πένθος τους για τα πρόσωπα που έχασαν. Η συγγραφέας θέλει να γίνει ένα με τις όμορφες μνήμες της πόλης της, που τη βλέπει να πλημμυρίζει με πολλές άρρωστες συνήθειες. Συμβολική και η εμφάνιση του Νώε στο τέλος. Και ποιούς επιλέγει να σώσει; Μονάχα τους δυο καλοσυνάτους οδοκαθαριστές. Τους μόνους που μοιάζουν να παρέμειναν αμόλυντοι από το νέφος της εξέλιξης…


Όταν η νύχτα χασμουριέται πάνω από τις στέγες, ανοίγουν οι αρμοί της πόλης επικίνδυνα.

Πότε είναι η διάβρωση, πότε η οξείδωση
που κάνουν κοντραμπάντο, άλλοτε όμως η
όσμωση και η επίστρωση με νέο σοβά, με
χρώμα. Ύστερα πάλι σαπισμένα ξύλα, σκελετοί
παλιάς σκάλας, μια κάμαρα που γέρνει δίχως
συντροφιά. Πληγές καινούριες το τσιμέντο,
πώς να επουλώσει τραύματα παλιά; Οι δρόμοι
γεμίζουν μουσικές κι εστιατόρια. Ανάμικτα
με κουβέντες, χασμωδίες και συρραφές
από θρυμματισμένες στρώσεις πολιτισμών.
Έρχονται πλήθος και σιτίζονται κοπαδιαστά.
Φεύγουν θυμίζοντας πουλιά που κουβαλούν
στο ράμφος τους τη ζωή σαν σπόρο.

Απλώνει η πόλη τα νερά της λύπης της, γίνεται
λίμνη. Καρτερεί να καθρεφτίζεται σε δυο
μάτια μια αγάπη που δεν έρχεται. Γι’ αυτό
κάποιες φορές καθώς οι διαβάτες περνούν,
μοιάζουν με τρένα που διασταυρώνονται μαζί της.
Στυλώνουν το βλέμμα επάνω της κι εκείνη
φεύγει πίσω δίχως να βλέπει. Οι άντρες τότε
θυμούνται τις περαστικές που δεν τους
κοίταξαν και οι γυναίκες τα κρύα κρεβάτια τους

Από των τοίχων τις ρωγμές, από μισάνοικτα
βλέφαρα παραθυριών και παραβιασμένες
πόρτες σπινθηρίζουν μικρές, λιπόθυμες ζωές.

Σε ένα πεθαμένο φαρμακείο εκατό χρονών
είναι ένα γεροντάκι. Κάθεται μέσα σε κιτρινισμένα
βαμβάκια, σκονισμένες γάζες, ληγμένες
κρέμες, ιώδιο, οξυζενέ, σιρόπια, ψαλίδια
μαυρισμένα, λαβίδες, κτένες, χάπια, συσκευασίες
στραπατσαρισμένες και τσιρότα.
Φαρμακώνουν ή θεραπεύουνε και ποιους;
Θωπεύουνε το πένθος. Το αντίδοτο μιας πόλης που
πεθαίνει, ο φαρμακοποιός ταριχευτής. Δεν
διανυκτερεύει ποτέ.

Η ταρίχευση της καρδιάς είναι οξύτερη αντίφαση

Η λεπίδα που ανοίγει τις φλέβες πονάει
λιγότερο από τη θέα ενός ανθρώπου, που, ενώ
κοιτάζει το ρολόι του, λέει πως θέλει να πάει
στον παράδεισο. Ύστερα φεύγει παίρνοντας
μαζί την πόζα του, όπως παίρνει κανείς την
τελευταία αναπνοή του.

Εκεί που θα έπρεπε μια άλλη επιθυμία να
γεννηθεί, ο ταριχευτής παραφυλάει ένοπλος.
Ή με τη μηχανή μια φωτογράφος. Κρατάει
τη μηχανή της επιδέξια, σταθερά. Ψύχρα
ανατέμνει το φως· σαν το νυστέρι που
εργάζεται πάνω στην τελετουργία της επεμβάσεως
και το σώμα διαφεύγει. Μαζί και η ψυχή.
η φωτογραφία βγαίνει τρομακτική. Αν και η
φωτογράφηση υπήρξε άρτια.

Οι άνθρωποι που φοβούνται το θάνατο τσιγκουνεύονται
συνήθως πιο πολύ κι εκεί που
θα μπορούσε να γίνει κανείς θρύλος ή στίχος
πεθαίνοντας ωραία, απλά τον καταπίνει το
σκοτάδι.

Ο γέρος στο παλιό κατάστημα και τα παιδιά
του γειτονικού σχολείου. Φωλιά της ερημιάς
τώρα την κατοικούνε μετανάστες. Δυο τυφλοί
κόσμοι αγγίζονται και δεν γνωρίζονται.
Ανοίγει κάθε πρωί το μαγαζί, απλώνει ως έξω
τα παιγνίδια. Τα παιδιά, πουλιά σε ξένη
πόλη, περνούν. Τα γέρικα δάκτυλα ψαύουν αντικείμενα
παλιά. Κουρδίζουν ένα παλιό ρολόι.
Περιμένει τα παιδιά της γειτονιάς που
γερνούνε αλλού, μα δεν έρχονται.

Αυτός ο γέρος λοιπόν θα μπορούσε να γίνει ο
μεγάλος ποιητής της πόλης. Δεν έγινε, για
ένα πένθος που δεν ξόδεψε.

Αν άπλωνε τα παιγνίδια ένα πρωί στην πλατεία.
Τα παιδιά του σχολείου, προσφυγάκια
μακρινών τόπων και τωρινών καιρών, θα
περνούσαν στην τάξη με ένα παιγνίδι στο
χέρι. Με μια χειρονομία θα έμπαινε μέσα τους
σαν επανάσταση τόση ποίηση και όλα τα
βιβλία του κόσμου. Τώρα έξω από την κλειστή
πόρτα περνούν όλοι αδιάφοροι και δεν
θυμούνται. Είναι ένας τάφος, εκεί που θα ήταν η
γιορτή της ζωής.

Είναι κι άλλα κλειστά μαγαζιά. Κατέβασαν
ρολά ένα βράδυ και το άλλο πρωί δεν ήλθε
κανένας ν’ ανοίξει.
 
Για την Ευφροσύνη Μαντά - Λαζάρου μπορείτε να διαβάσετε κι εδώ

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

Ρόμπερτ Φροστ (Robert Frost) - Ποιήματα

Ο Ρόμπερτ Λι Φροστ (Robert Lee Frost, 26 Μαρτίου, 1874 – 29 Ιανουαρίου, 1963) ήταν Αμερικανός ποιητής. Τιμήθηκε τέσσερις φορές με το βραβείο Πούλιτζερ.

Αν και το όνομά του είναι κυρίως συνδεδεμένο με τη Νέα Αγγλία, ο Φροστ γεννήθηκε στο Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνια. Η μητέρα του Ίσαμπελ Μούντι (Isabelle Moodie), είχε σκωτσέζικη καταγωγή και ο πατέρας του, Ουίλιαμ Πρέσκοτ Φροστ ο νεότερος, ήταν απόγονος των Φροστ από το Ντέβονσαϊρ, που εγκαταστάθηκαν στο New Hampshire το 1634. Ο πατέρας του, πρώην δάσκαλος, που αργότερα έγινε συντάκτης της εφημερίδας San Francisco Daily Evening Post, είχε πρόβλημα με τον αλκοολισμό και τον τζόγο, και εφάρμοζε σκληρή πειθαρχία στα παιδιά του. Είχε πάθος με την πολιτική και ασχολήθηκε ενεργά με αυτήν, όσο του το επέτρεπε η υγεία του.
Ο Φροστ έζησε στην Καλιφόρνια μέχρι τα έντεκά του χρόνια. Μετά το θάνατο του πατέρα του από φυματίωση το 1885, μετακόμισε με τη μητέρα και την αδερφή του στην ανατολική Μασσαχουσέτη, κοντά στους προγόνους του πατέρα του. Η μητέρα του προσχώρησε στην εκκλησία των Swedenborgian και τον βάπτισε σε αυτήν, αλλά ο Φροστ την εγκατέλειψε ως ενήλικας. Μεγάλωσε ως παιδί της πόλης και το πρώτο του ποίημα δημοσιεύθηκε στο Lawrence της Μασσαχουσέτης. Παρακολούθησε μαθήματα στο Κολέγιο Ντάρτμουθ (Dartmouth College) το 1892, για λιγότερο από ένα εξάμηνο. Ασχολήθηκε με διάφορες δουλειές, όπως η διδασκαλία, η διανομή εφημερίδων και η εργασία σε εργοστάσιο. Το 1894 πούλησε το πρώτο του ποίημα, My Butterfly, στην εφημερίδα The Independent για δεκαπέντε δολάρια. Υπερήφανος για το επίτευγμά του, έκανε πρόταση γάμου στην Elinor Miriam White. Ήταν συμμαθητές στο Λύκειο και είχαν διατηρήσει επαφή μέχρι τότε. Αυτή αρνήθηκε, λέγοντας πως ήθελε να αποφοιτήσουν πρώτα από το Κολέγιο πριν παντρευτούν. Ο Φροστ απογοητευμένος, ταξίδεψε στο Great Dismal Swamp στην Βιρτζίνια. Επέστρεψε αργότερα τον ίδιο χρόνο και επανέλαβε την πρόταση στην Elinor, αυτή δέχθηκε και παντρεύτηκαν το Δεκέμβριο του 1895.
Εργάστηκαν και οι δύο ως καθηγητές σε σχολείο μέχρι το 1897. Μετά ο Φροστ φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ για δύο χρόνια. Αν και τα πήγαινε καλά, ένιωθε ότι έπρεπε να γυρίσει πίσω λόγω της υγείας του και επειδή η σύζυγός του περίμενε το δεύτερο παιδί τους. Ο παππούς του αγόρασε μια φάρμα στο New Hampshire για το νεαρό ζευγάρι. Ο Φροστ έμεινε εκεί για εννέα χρόνια και έγραψε πολλά από τα ποιήματα που αποτέλεσαν τα πρώτα του έργα. Η απόπειρά του να ασχοληθεί με την ανατροφή πουλερικών απέτυχε και αναγκάστηκε να δεχθεί τη θέση καθηγητή στην Ακαδημία Πίνκερτον.
Το 1912, ο Φροστ ταξίδεψε με την οικογένειά του στη Γλασκώβη, και αργότερα εγκαταστάθηκε στο Μπίκονσφιλντ (Beaconsfield), έξω από το Λονδίνο.
Η πρώτη του ποιητική συλλογή, A Boy's Will, εκδόθηκε τον επόμενο χρόνο. Στην Αγγλία απέκτησε σημαντικές γνωριμίες, όπως ο ποιητής Έντουαρντ Τόμας (Edward Thomas) (μέλος της γνωστής ομάδας Dymock poets), ο T. E. Hulme, και ο Έζρα Πάουντ, ο οποίος ήταν ο πρώτος Αμερικανός που έγραψε ευνοϊκή κριτική για το έργο του Φροστ. Ο Φροστ συνέγραψε μερικά από τα καλύτερα δείγματα της δουλειάς του ενώσο βρισκόταν στην Αγγλία.
Ο Φροστ επέστρεψε στην Αμερική το 1915, αγόρασε μία φάρμα στην Franconia του New Hampshire και ξεκίνησε την συγγραφική του καριέρα, ενώ ταυτόχρονα ασχολήθηκε και με τη διδασκαλία. Από το 1916 ως το 1938 ήταν καθηγητής Αγγλικής Φιλολογίας στο Κολέγιο Άμχερστ (Amherst College). Ως καθηγητής, ενθάρρυνε τους μαθητές του να χρησιμοποιούν τον ήχο της ανθρώπινης φωνής στην τέχνη τους.
Κατά την τελετή εγκατάστασης του προέδρου Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι στο αξίωμα του το 1961, ο Φροστ απείγγειλε το The Gift Outright. Μερικά από τα πιο γνωστά ποιήματά του είναι τα Death of the Hired Man, Stopping by Woods on a Snowy Evening, Mending Wall, Nothing Gold Can Stay, Birches, After Apple Picking, The Pasture, Fire and Ice, The Road Not Taken, και Directive. Ο Φροστ τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ τέσσερις φορές, επίτευγμα μεγάλο για έναν ποιητή.
Από το 1921, και για τα επόμενα 42 χρόνια (με τρεις εξαιρέσεις), ο Φροστ κάθε καλοκαίρι δίδασκε στο Bread Loaf School of English του Κολεγίου Middlebury στο Ρίπτον, του Βερμόντ. Το Κολέγιο Middlebury έχει ακόμη στην κατοχή του τη Φάρμα του Ρόμπερτ Φροστ ως Εθνικό Ιστορικό Αξιοθέατο, κοντά στις εγκαταστάσεις του Bread Loaf.
Πέθανε στη Βοστώνη στις 29 Ιανουαρίου, 1963. Ο τάφος του βρίσκεται στο Παλαιό Κοιμητήριο του Μπένινγκτον, στο Μπένινγκτον του Βερμόντ. Ο κατάλογος αποφοίτων του Χάρβαρντ του 1965 τον αναφέρει ως απόφοιτο με τιμητική διάκριση. Ο Φροστ έλαβε επίσης πτυχίο με τιμητική διάκριση από το Κολέγιο Bates καθώς και από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και το Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ. Ενώ ήταν ακόμη εν ζωή, το σχολείο the Robert Frost Middle School στο Φέρφαξ της Βιρτζίνια, και η κεντρική βιβλιοθήκη του Κολεγίου Άμχερστ, πήραν το όνομά του.

πηγή: http://el.wikipedia.org/


Ούτε ο μισός 

Στράφηκα να μιλήσω στο Θεό
για την απελπισία του Κόσμου·
χειρότερο έγινε, όμως, το κακό
σαν ένοιωσα πως ήμουν μοναχός μου.

Στράφηκε –μη γελάσετε θνητοί–
ο Θεός σε μένα να μιλήσει.
Βρήκε, όμως, ότι έλειπα από κει
(αν όχι όλος) τουλάχιστο ο μισός είχα αναχωρήσει.


Αφοσίωση

Αδύνατο η καρδιά να βρει
κάπου αφοσίωση πιο πολλή
απ’ όση έχει ο γιαλός στο κύμα·
χρόνια και χρόνια ακίνητος
ατέλειωτα και πληκτικά
ν’ ακούει την ίδια πάντα ρίμα.

μετάφραση: Κώστας Βαλεοντής
πηγή: http://greekpoems.wordpress.com/


Προς τη γη

Στα χείλη μου άγγιξε  γλυκά ο έρωτας.
Τόσο όσο μπορούσα να αντέξω.
άλλοτε αυτό φαινόταν και πολύ
με τον αέρα τότε ζούσα.

Το κύμα γλύκας που με προσπερνούσε
ήταν μήπως μυρωδιά μόσχου
που ανέδυαν τα κρυμμένα κλήματα
από το λόφο το σούρουπο;

Με τύλιξαν και με πόνεσαν
κλαδιά από αγιόκλημα
που όταν τα κόβεις σου ποτίζουν
με δροσιά τους κόμπους των δαχτύλων σου

Ποθούσα έντονη γλύκα
αλλά στη νιότη μου έμοιαζε μονάχα τόσο έντονη.
Όμως το πέταλο του ρόδου
με τρύπησε κρυφά

Τώρα, χαρά που να της λείπει αλάτι δεν υπάρχει
Που να μην πάλεψε πολύ
με πόνο, κούραση και λάθη.
Αποζητώ την κηλίδα αυτή…

..από τα δάκρυα, το σημάδι
της πιο τρανής αγάπης
Το φλούδι του γαρύφαλλου που
γίνεται γλυκόπικρο όταν
το κρατάς στο στόμα

Όταν αποτραβώ το χέρι
είναι σημαδεμένο, μουδιασμένο
ακουμπώντας με δύναμη
πάνω απ” τα χόρτα, ή τα χαλίκια

Όμως δε μου φτάνει αυτός ο πόνος.
Χρειάζομαι βάρος και δύναμη πολλή.
Να νιώσω τη γη, όσο τραχιά είναι
σ” όλο μου πάνω το κορμί.

πηγή: http://www.eros-erotas.gr/


Σταματώντας στο δάσος ένα χιονισμένο απόγευμα

Ποιανού το δάσος είναι αυτό, νομίζω ξέρω.
Αν και το σπίτι του μακριά είν’ στο χωριό,
δεν θα με δει που σταματάω εδώ
να δω τα δέντρα του γεμάτα χιόνι σκοτεινό.

Το άλογο θα σκέφτεται περίεργο
να σταματάει εδώ, χωρίς ένα σπιτάκι αγροτικό
να υπάρχει ανάμεσα στα δέντρα και την παγωμένη λίμνη
το βράδυ του χρόνου, το πιο σκοτεινό.

Τα χαλινάρια του τινάζει με τις καμπανούλες
για να ρωτήσει ποιο το λάθος λες.
Το μόνο που ακούγεται τριγύρω να σαρώνει
είν’ ο αέρας και οι νιφάδες παχουλές.

Τα δέντρα είναι όμορφα, βαθειά και σκοτεινά
μα οι υποσχέσεις μου δεν με κρατάν κοντά
κι έχω μίλια να διαβώ πριν κοιμηθώ ξανά
κι έχω μίλια να διαβώ πριν κοιμηθώ ξανά.
μτφ.: θωμάς παπαστεργίου

πηγή: http://logocafe.blogspot.com/



Τίποτα χρυσό δεν παραμένει

Το πρώτο πράσινο της φύσης είναι  χρυσό
Η πιο δύσκολη απόχρωση της
Το πρώιμο φύλλο της λουλούδι είναι
αλλά μόνο για μια ώρα
Μετά το φύλλο πέφτει δίπλα σε φύλλο
Έτσι ο παράδεισος βυθίζεται στην θλίψη
έτσι η αυγή πνίγεται στην μέρα
Τίποτα χρυσό δεν παραμένει


Φωτιά και Πάγος 

Κάποιοι λένε πως με φωτιά θα τελειώσει ο κόσμος
Άλλοι πάλι λένε πως με τον πάγο το τέλος θα έρθει
Έχω δοκιμάσει από επιθυμία και τα δύο
και έτσι υποστηρίζω εκείνους που την φωτιά ευνοούν
Αλλά αν ήταν ο κόσμος δυο φορές να τελειώσει
Νομίζω πως έχω αρκετά το μίσος γνωρίσει
για να ξέρω ότι η καταστροφή από πάγο
είναι επίσης σπουδαία
και θ’ αρκούσε 

πηγή: http://www.sodeia.net/


Τώρα κλείσ' τα παράθυρα


Τώρα κλείσ' τα παράθυρα και κάνε τα λιβάδεια να σιωπήσουν:
Αν είναι ανάγκη για τα δέντρα, άσ' τα να πηγαινόρχονται-
Πουλί τώρα πια δεν κελαηδεί κι αν κελαηδεί
Ας πούμε πως έχασα.
Θα περάσει καιρός πριν φανούν και πάλι οι βάλτοι
Θα περάσει καιρός πριν απ' το πρώτο πουλί:
Κλείσε λοιπόν τα παράθυρα να μην ακούς τον άνεμο,
Μόνο κοίτα τα πάντα ν' ανεμοδέρνονται.
 
Ποίημα από την έκδοση Ρόμπερτ Φροστ: Εικοσιπέντε ποιήματα,
μτφρ.-σχόλ.: Νίκος Φωκάς, Δελφίνι 1997

πηγή: http://www.e-poema.eu/

Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

Χόρχε Λουίς Μπόρχες (Jorge Luis Borges) · Tango Argentino

Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες γεννήθηκε στις 24 Αυγούστου 1899 στο Μπουένος Άιρες. Από το 1914 έως το '21 ακολουθεί τους γονείς του στην Ευρώπη. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και στην Ισπανία.
Το 1925 , ο Μπόρχες συνάντησε την Victoria Ocampo, τη μούσα που θα παντρευτεί σαράντα χρόνια αργότερα. Με την Victoria καθορίζεται μια πνευματική σύμπνοια που προορίζεται να εισέλθει στην μυθολογία της Αργεντίνικης λογοτεχνίας.
Η εκδοτική δραστηριότητα του Μπόρχες είναι ακούραστη. Ο Μπόρχες έχει προσβληθεί από μια ανίατη μορφή μυωπίας. Η σταδιακή τύφλωση εκρήγνυται με μολυσματικότητα σε ένα μεταφορικό πυρήνα που τροφοδοτεί το λογοτεχνικό έργο του Μπόρχες και το θρυλικό όραμά του.
Μεταξύ '33 και '34 , αυτό το όραμα ρέει, στην εφεύρεση της ιστορίας σαν ψέμα, όπως η πλαστογραφία, η λογοκλοπή, μια καθολική παρωδία. Το 1938 ο συγγραφέας έχει ένα ατύχημα που τον ανάγκασε σε ακινησία για μεγάλο χρονικό διάστημα, απειλώντας τη ζωή του η σηψαιμίας.
Αυτή η δραματική κατάσταση προκαλεί στον Μπόρχες τον τρόμο της ολικής απώλειας της δημιουργικότητας. Τίποτα όμως δεν είναι πιο λάθος. Στα χρόνια της νόσου , ο Αργεντίνος συγγραφέας συλλαμβάνει μερικά από τα αριστουργήματά του, τα οποία συλλέγονται και δημοσιεύονται το '44 με τον τίτλο του Ficciones. Μετά από πέντε χρόνια εκδίδονται και τα διηγήματα του Aleph.
Σε αυτό το σημείο , ο Μπόρχεςs είναι μία από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της Αργεντινής, όλων των εποχών. Δεξιοτέχνης του αγώνα , επιβεβαιώνει τη φήμη του κάτω από το επίπεδο της καθαρής φαντασίας, με το «Otras Inquisiciones» ( 1952 ) .
Το 1955, ο Μπόρχες διορίστηκε διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης, το οποίο πάντα ονειρευόταν να κάνει. : «Είναι μια πανέμορφη θεϊκή ειρωνεία για μένα να περιβάλλομαι με οκτακόσιες χιλιάδες βιβλία και, την ίδια στιγμή με το σκότος», σχολιάζει ο συγγραφέας σχετικά με το διορισμό του.
Και είναι η αρχή μιας μακράς και επιτυχημένης δύσης, παρότι ο θάνατος επέρχεται πολύ αργότερα, στις 14 Ιουνίου 1986. Δίπλα στον Μπόρχες είναι η δεύτερη σύζυγός του, η πολυαγαπημένη του Maria Kodama.
«Labyrinthes» το έργο του Μπόρχες έχει καθιερώσει την υπεροχή της ψυχρής γραμμής, θριαμβευτική στη λατινική πεζογραφία μέχρι την έλευση του «μαγικού ρεαλισμού» του Γκαρσία Μάρκες, ο οποίος είναι επίσης ένα άμεσο παρακλάδι των οραμάτωντου συγγραφέα. Είναι αδύνατο να σκεφτούμαι την μεταμοντέρνα παράδοση, τη λογοτεχνία του Italo Calvino και του Umberto Eco χωρίς την ύπαρξη των βιβλίων του Μπόρχες. 



Ο Μπόρχες κι εγώ

Από την άλλη, στον Μπόρχες, συμβαίνουν τα πράγματα. Εγώ περπατώ στο Μπουένος Άιρες και καθυστερώ, ίσως και μηχανικά τώρα, κοιτάζοντας την αψίδα μιας πόρτας και την πόρτα που οδηγεί σε μια αυλή. Για τον Μπόρχες έχω νέα μέσω του ταχυδρομείου και βλέπω το όνομά του στον κατάλογο των καθηγητών ή σε ένα λεξικό βιογραφιών. Μου αρέσουν οι κλεψύδρες, χάρτες , ο τύπος του δέκατου όγδοου αιώνα, η γεύση του καφέ και η πρόζα του Stevenson· ο άλλος μοιράζεται αυτές τις προτιμήσεις, αλλά μ’ ένα τρόπο ματαιόδοξο που μεταλλάσσει τα χαρακτηριστικά ενός ηθοποιού. Θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η σχέση μας είναι εχθρική, εγώ ζω, με αφήνω να ζήσω, γιατί ο Μπόρχες μπορεί να σκαρώσει τη λογοτεχνία του, και αυτό με δικαιώνει. Δεν έχω καμία δυσκολία να αναγνωρίσω ότι γέννησε κάποιες έγκυρες σελίδες, αλλά αυτές οι σελίδες δεν μπορούν να με σώσουν, ίσως επειδή αυτό που είναι καλό δεν ανήκει σε κανέναν, ούτε καν στον άλλον, αλλά στην γλώσσα ή στην παράδοση. Από την άλλη πλευρά, εγώ προορίζομαι  να καταστραφώ, οριστικά, και μόνο κάποια στιγμή μου θα μπορεί να επιβιώσει της άλλης. Σταδιακά πάω παραδίνοντας του όλα, αν και γνωρίζω τη διαστροφική του συνήθεια για παραποίηση και υπερβολή. Ο Spinosa εικάζει ότι όλα τα πράγματα που θέλουν να συντηρηθούν στην ύπαρξή τους· η πέτρα θέλει αιώνια να είναι μια πέτρα και η τίγρης, τίγρης. Εγώ θα μείνω Μπόρχες, όχι στον εαυτό μου (αν και είμαι κάποιος), αλλά με αναγνωρίζω όλο και λιγότερο στα βιβλία του σε σύγκριση με πολλούς άλλους ή στο περίτεχνο άρπισμα μιας κιθάρας. Πριν από χρόνια προσπάθησα να τον ξεφορτωθώ και πέρασα από τις μυθολογίες των προαστίων στα παιχνίδια με το χρόνο και το άπειρο, αλλά αυτά τα παιχνίδια ήδη ανήκουν στον Μπόρχες και θα πρέπει να σκεφτώ άλλα πράγματα. Έτσι, η ζωή μου είναι μια διαφυγή κι εγώ χάνω τα πάντα και όλα είναι της λήθης, ή κάτι άλλο.
Δεν ξέρω ποιος από τους δύο γράφει αυτή τη σελίδα.

Μετάφραση στα Ιταλικά: Domenico Porzio
Μετάφραση στα Ελληνικά: Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης

πηγή: http://www.casadellapoesia.org/

Το Ελδοράδο του Μπόρχες από το συγκρότημα Ροδάμα

Οι δίκαιοι

Κάποιος που καλλιεργεί τον κήπο του όπως θα το ‘θελε ο Βολταίρος.

Κάποιος που νιώθει ευγνωμοσύνη γιατί στον κόσμο υπάρχει μουσική.

Αυτός που ανακαλύπτει με χαρά μια ετυμολογία.

Δύο πελάτες που σε κάποιο καφενείο παίζουν το σιωπηλό τους σκάκι.

Ο πηλοπλάστης που προκαθορίζει ένα σχήμα ή ένα χρώμα.

Ο στοιχειοθέτης που στήνει όμορφα τούτο το κείμενο και που ίσως δεν τ’ αρέσει.

Μια γυναίκα κι ένας άντρας που διαβάζουν μαζί τις τελευταίες στροφές ενός  ποιήματος.

Κάποιος χαϊδεύοντας ένα ζωάκι που κοιμάται.

Κείνος που συγχωρεί ή θέλει να συγχωρέσει το κακό που του ‘γινε.

Κάποιος που νιώθει ευγνωμοσύνη γιατί σ’ αυτό τον κόσμο  έζησε ο Στήβενσον.

Κάποιος που προτιμά να ‘χουν δίκιο οι άλλοι.

Οι άνθρωποι αυτοί, που μεταξύ τους δεν γνωρίζονται, έχουν σώσει τον κόσμο.


μτφ. Δημήτρης Καλοκύρης

πηγή: http://bookstand.gr/

Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

Μαχμούντ Νταρουίς (Mahmoud Darwish) - Ποίηση από την Παλαιστίνη

O Μαχμούντ Νταρουίς ( Mahmoud Darwish ) γεννήθηκε το 1941 στο χωριό Al - Birwa , που βρίσκεται στην Άνω Γαλιλαία στα ανατολικά της πόλης του Άκκο ( Acre ). Η γενέτειρα του  τώρα έχει καταστραφεί και δεν υπάρχει πλέον στους χάρτες. Το 1948 - κατά τη διάρκεια της πρώτης αραβο-ισραηλινής σύγκρουσης - ο ισραηλινός στρατός έδιωξε τους κατοίκους της Birwa και την ισοπέδωσε εντελώς. Οι γονείς του Μαχμούντ κατέφυγαν στο Λίβανο για να ξεφύγουν από τις σφαγές και  κατάφεραν να επιστρέψουν στη χώρα τους, παράνομα , μετά από μόλις ένα χρόνο (απ’ τους ελάχιστους που τα κατάφεραν). Εν τω μεταξύ, όμως, η πατρίδα τους, είχε γίνει μέρος του κράτους του Ισραήλ, δημεύθηκαν οι περιουσίες και πλέον δεν απολαμβάνουν τα δικαιώματα του πολίτη.
Σε αυτή την κατάσταση από την παιδική ηλικία ο Νταρουίς βρέθηκε στο νομικό καθεστώς του «αλλοδαπού πολίτη» που κατοικεί ως  «παράνομος φιλοξενούμενος» στη χώρα του. Ως νεαρός συνελήφθη και καταδικάστηκε σε φυλάκιση αρκετές φορές, λόγω της παρουσίας του στο Ισραήλ χωρίς άδεια και για το γεγονός ότι απήγγειλε ποιήματα στο κοινό.
Σπούδασε την εβραϊκή γλώσσα, τελειοποιώντας, συγχρόνως, τη γνώση της μητρικής γλώσσας του. Εισήλθε στο πανεπιστήμιο αλλά, δεν είχε την ευκαιρία να αποφοιτήσει λόγω των συχνών διακοπών λόγω της φυλακή.
Δημοσίευσε την πρώτη του συλλογή ποιημάτων «Φύλλα Ελιάς», το 1964. Είναι ένα έργο που μετατρέπεται σε εύστοχους πίνακες  παλαιστινιακής εθνικής ταυτότητας. Τα ποιήματά του έγιναν διάσημα. Εξιστορούσαν  την οδυνηρή κατάσταση της εξορίας. Η ποίησή του, διατηρεί δεσμούς με τα ιδανικά του ένοπλου αγώνα του παλαιστινιακού λαού να επιστρέψουν στη γη τους (οι δραστηριότητες των ενόπλων ομάδων άρχισαν επίσης το 1964). Η ποίηση  του Νταρουίς πήρε ένα ρόλο, ως συλλογική αναφορά στην παλαιστινιακή υπόθεση .
Διετέλεσε διευθυντής της τοπικής εφημερίδας «Ittiḥād» μέχρι το 1970. Σε εκείνο το έτος εγκατέλειψε την Παλαιστίνη / Ισραήλ για μια περίοδο σπουδών στη Σοβιετική Ένωση. Από τότε, πέρασε τη ζωή του σε διαφορετικές πόλεις του αραβικού κόσμου: Κάιρο, Βηρυτό , Αμάν. Στη Βηρυτό διευθύνει το μηνιαίο Παλαιστινιακό περιοδικό Shuʿūn Filasṭīniyya (Παλαιστινιακές Υποθέσεις), και στη συνέχεια έγινε διευθυντής του παλαιστινιακού λογοτεχνικού περιοδικού «al - Karmel» , που δημοσιεύθηκε από ένα τμήμα της PLO.
Έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στη Βηρυτό, μέχρι το 1982, όταν η πόλη πολιορκήθηκε από τον ισραηλινό στρατό. Ο Νταρουίς έπρεπε να φύγει από τον Λίβανο με τον Αρχηγό του Επιτελείου και της Εκτελεστικής Επιτροπής της PLO. Μετά από μια περίοδο εξορίας στην Κύπρος , έζησε ανάμεσα στο Παρίσι και τη Βηρυτό. Εργάστηκε επίσης στο Κάιρο στην εθνική εφημερίδα «Al-Ahram».
Το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ογδόντα ήταν η εποχή της μεγαλύτερης πολιτικής δέσμευσης του. Το 1987 εξελέγη στην Εκτελεστική Επιτροπή της PLO. ( Επίσης, το 1987 ο Darwish συμμετέχει στη Φλωρεντία στους «Ποιητές της Μεσογείου για την Ειρήνη» , που διοργανώθηκε από τις τοπικές αρχές και το πολιτιστικό περιοδικό Collettivo R. Με τον Darwish υπάρχουν ο Ισπανός Goytisolo, τον Ιταλο-Γιουγκοσλάβο Damiani , την ισραηλινή Ravilovich και τον Έλληνα Αποστολάτο).
Εν μέρει , οι κινήσεις του και οι λεπτομέρειες της ζωής του είναι μυστική (για λόγους ασφαλείας, αυτό που ίσχυε για όλα τα μέλη των παλαιστινιακών οργανώσεων). Ο Darwish ήταν μια πολιτική προσωπικότητα από τα μέσα της δεκαετίας του εξήντα, όταν μπήκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα του Ισραήλ ( Rakah ). Η πολιτική του καριέρα, ωστόσο, έγινε γνωστή στην PLO. Κατά το χρόνο της εκλογής του ως όργανο για την λήψη αποφάσεων, θεωρήθηκε ένας εκπρόσωπος της «σκληρής πτέρυγας», για την υπεράσπιση περαιτέρω της αρχή του δικαιώματος της επιστροφής των προσφύγων και την «καταστροφή» του κράτους του Ισραήλ. Παραιτήθηκε από την εκτελεστική επιτροπή, έξι χρόνια αργότερα , το 1993 , γιατί ήταν σε αντίθεση με τη συμφωνία του Όσλο (κατηγορούσε τον Yasser Arafat για υπερβολική συναίνεση στις διαπραγματεύσεις).
Ο Μαχμούντ Νταρουίς έγραψε το κείμενο της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας του παλαιστινιακού κράτους , ένα έγγραφο που δημοσιεύθηκε το 1988 και αναγνωρίζεται από πολλές χώρες .
Μόνο το 1996, μετά από 26 χρόνια εξορίας, έλαβε την άδεια να επισκεφθεί την οικογένειά του στο κράτος του Ισραήλ. Είναι και πάλι ο διευθυντής της «al - Karmel» και εξελέγη στο Παλαιστινιακό Νομοθετικό Συμβούλιο στα κατεχόμενα εδάφη.
Ο Μαχμούντ Νταρουίς πέθανε σε ηλικία 67 στο Χιούστον ( Τέξας ) στις 9 Αυγούστου το 2008, μετά από επιπλοκές από μια λεπτή χειρουργική επέμβαση στην καρδιά.
Ο Mahmoud Darwish είναι ο πρώτος και, μέχρι σήμερα, ο μόνο μετά τον Αραφάτ, παλαιστινιακή προσωπικότητα για την οποία είχε χορηγηθεί κρατική κηδεία .
Για να τιμήσουν τον ποιητή στις 5 Οκτωβρίου 2008, πραγματοποιήθηκε στο Βερολίνο την ανάγνωση των ποιημάτων του.

πηγή: it.wikipedia
μετάφραση―προσαρμογή: Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης



Η ΓΗ ΜΑΣ ΚΑΤΑΚΛΥΕΙ

Η Γη μας κατακλύει
μας σπρώχνει μέσα από το τελευταίο πέρασμα
και εμείς σχίζουμε τα μέλη του σώματος μας για να περάσουμε.
Η Γη μας συμπιέζει.
Μακάρι να ήμασταν το σιτάρι της
έτσι θα μπορούσαμε να πεθάνουμε και να ζήσουμε πάλι.
Μακάρι η Γη να ήταν η μάνα μας
ώστε να ήταν εύσπλαχνη μαζί μας.
Μακάρι να ήμασταν εικόνες στα βράχια
για τα όνειρα μας να φέρουν ως καθρέπτες.
Είδαμε τα πρόσωπα εκείνων που θα ρίξουν τα παιδιά μας από το παράθυρο αυτού του τελευταίου χώρου.
Το αστέρι μας θα κρεμάσει καθρέπτες.
Που πρέπει να πάμε μετά τα τελευταία σύνορα;
Πού πρέπει τα πουλιά να πετάξουν μετά τον τελευταίο ουρανό;
Που πρέπει τα φυτά να κοιμηθούν μετά την τελευταία πνοή από αέρα;
Θα γράψουμε τα ονόματά μας από κόκκινο ατμό.
Θα κόψουμε το χέρι του τραγουδιού για να τελειώσει με τη σάρκα μας.
Θα πεθάνουμε εδώ, εδώ, στο τελευταίο πέρασμα.
Εδώ, και εδώ το αίμα μας θα φυτέψει το ελαιόδεντρό του.



ΤΡΙΤΟΣ ΨΑΛΜΟΣ

Τις μέρες, όταν τα λόγια μου
ήταν χώμα ...
Ήμουνα φίλος με τους μίσχους του σιταριού.
Τις μέρες, όταν τα λόγια μου
ήταν οργή
Ήμουνα φίλος με τις αλυσίδες.
Τις μέρες, όταν τα λόγια μου
ήταν πέτρες
Ήμουνα φίλος με τα ρέματα.
Τις μέρες, όταν τα λόγια μου
ήταν εξέγερση
Ήμουνα φίλος με τους σεισμούς.
Τις μέρες, όταν τα λόγια μουήταν πικρά μήλα
Ήμουνα φίλος με την αισιοδοξία.
Αλλά όταν τα λόγια μου
έγιναν μέλι ...
οι μύγες κάλυψαν
τα χείλη μου! ...



Σ' ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΠΕΡΝΑΝΕ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΜΑΣ ΣΑΝ ΕΦΗΜΕΡΕΣ ΛΕΞΕΙΣ

Αι, εσείς που περνάτε τα λόγια μας σαν εφήμερες λέξεις
πάρτε τ' ονόματά σας, και φύγετε
απελευθερώστε το χρόνο μας από τις ώρες σας,
κλέψτε ό,τι μπορείτε από το γαλάζιο της θάλασσας
και της άμμου τις μνήμες
πάρτε όποιες εικόνες θέλετε,
για να καταλάβετε, αυτό που ποτέ σας δεν μπορείτε:
Πως μια πέτρα από το χώμα μας κτίζει τη στέγη του ουρανού μας.
Αι, εσείς που περνάτε τα λόγια μας σαν εφήμερες λέξεις
από σας το ξίφος - από μας το αίμα
από σας χάλυβας και πυρκαγιά - από μας η σάρκα μας
από σας ακόμα ένα τανκ - από μας πέτρες
από σας δακρυγόνα - από μας βροχή
επάνω από μας, όπως επάνω από σας, είναι ουρανός και αέρας
έτσι πάρτε το μερίδιο σας από το αίμα μας - και χαθείτε
ΠΗΓΑΙΝΕΤΕ σε μια χοροεσπερίδα - και χαθείτε.
Όσο για μας,
πρέπει να ποτίσουμε τα λουλούδια των μαρτύρων μας
όσο για μας,
πρέπει να ζήσουμε όπως μας αρέσει.
Μην μπαίνετε ανάμεσά μας σαν ιπτάμενα έντομα
γιατί έχουμε δουλειά να κάνουμε στη γη μας:
Έχουμε να σπέρνουμε σιτάρι,
που ποτίζουμε με τον ιδρώτα των κορμιών μας
έχουμε αυτό που εσάς δεν σας ευχαριστεί εδώ:
πέτρες και πέρδικες
έχουμε αυτό που εσάς δεν σας ευχαριστεί:
έχουμε το μέλλον
κ' έχουμε πράγματα να κάνουμε στη γη μας.
Αι, εσείς που περνάτε τα λόγια μας σαν εφήμερες λέξεις
κάνετε τις παραισθήσεις σας σωρό,
σ' ένα εγκαταλειμμένο λάκκο, και χαθείτε.
Γιατί έχουμε αυτό που εσάς δεν σας ευχαριστεί εδώ,
γι' αυτό χαθείτε
κ' έχουμε αυτό που εσείς στερείστε:
μια αιμορραγούσα πατρίδα, ενός λαού που αιμορραγεί,
μια πατρίδα που της αξίζει η αιωνιότητα και η μνήμη.
Αι, εσείς που περνάτε τα λόγια μας σαν εφήμερες λέξεις
είναι καιρός για σας να φύγετε χωρίς επιστροφή
ζήσετε οπουδήποτε σας αρέσει,
αλλά μην ζείτε ανάμεσά μας.
Πεθάνετε οπουδήποτε σας αρέσει,
αλλά μην πεθάνετε ανάμεσά μας
είναι καιρός για σας να φύγετε χωρίς επιστροφή,
γιατί έχουμε δουλειά να κάνουμε στη γη μας
έχουμε το παρελθόν εδώ,
έχουμε την πρώτη κραυγή της ζωής
έχουμε το παρόν, και το μέλλον,
έχουμε τον τωρινό κόσμο, και τον επόμενο
γι' αυτό αφήστε τη χώρα μας
τη γη μας, τη θάλασσά μας
το σιτάρι μας, το αλάτι μας, τις πληγές μας
τα πάντα, και αφεθείτε
από της θύμησης τις μνήμες.
Αι, εσείς που περνάτε τα λόγια μας σαν εφήμερες λέξεις!



ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟ

Δεν μ' αναγνώρισαν στις σκιές
που απορροφούν το χρώμα μου σε αυτό το διαβατήριο
και η πληγή μου ήταν για αυτούς μια έκθεση για επίδειξη
για κάποιο τουρίστα που αγαπά να συλλέγει φωτογραφίες.
Δεν μ' αναγνώρισαν.
Ω... μην αφήνετε,
τη παλάμη του χεριού μου χωρίς τον ήλιο
επειδή τα δέντρα μ' αναγνωρίζουν
όλα τα τραγούδια της βροχής μ' αναγνωρίζουν
μην μ' αφήσετε χλωμό σαν το φεγγάρι.

Όλα τα πουλιά που ακολούθησαν τη παλάμη μου
στη πόρτα του μακρινού αεροδρομίου
όλα τα χωράφια με το σιτάρι
όλες οι φυλακές
όλες οι άσπρες ταφόπετρες
όλα τα οδοντωτά συρματοπλέγματα
όλα τα κυματιστά μανδήλια
όλα τα μάτια
ήταν με μένα,
αλλά τ' αφαίρεσαν από το διαβατήριό μου.

Ξεγυμνωμένος από τ' όνομά μου και τη ταυτότητα μου
Σ' ένα χώμα που έθρεψα με τα χέρια μου!
Σήμερα ο Ιώβ αναφώναξε σ' όλα τα πλάτη της γης
γεμίζοντας τον ουρανό:
Μην με κάνετε παράδειγμα για τους άλλους ξανά!
Ω, κύριοι, προφήτες,
μην ρωτάτε τα δέντρα για το όνομά τους
μην ρωτάτε τις κοιλάδες πια είναι η μάνα τους
από το μέτωπο μ' αναπηδά το ξίφος της φωτιάς
και από το χέρι μ' αναπηδά το νερό του ποταμού
όλες οι καρδιές των ανθρώπων είναι η ταυτότητα μου
πάρτε μου λοιπόν το διαβατήριό μου!



ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΥΕΛΛΑΣ

Έτσι πρέπειν' αρνηθώ το θάνατο
και να κάψω τα δάκρυα των τραγουδιών που αιμορραγούν
και να γδύσω τις ελιές
απ' όλα τα νεκρά κλαδιά τους
εάν τραγουδούσα για την ευτυχία
κάπου πέρα από τα βλέφαρα των εκφοβισμένων ματιών
είναι επειδή η θύελλα
μου υποσχέθηκε κρασί και καινούργιες προπόσεις
και ουράνια τόξα
επειδή η θύελλα σκούπισε μακριά τις φωνές των αδρανών σπουργιτιών,
και σκούπισε μακριά τα νεκρά κλαδιά
από τους κορμούς των όρθιων δέντρων
έτσι πρέπεινα είμαι υπερήφανος για σένα
ω πληγωμένη πόλη
είσαι αστραπή στη λυπημένη μας νύχτα
όταν οι δρόμοι με συνοφρύζουνμε προστατεύεις από τις σκιές τους
και τα βλέμματα της έχθρας
θα συνεχίσω να τραγουδώ για την ευτυχία
κάπου πέρα από τα βλέφαρα των εκφοβισμένων ματιών
γιατί από το καιρό που η θύελλα άρχισε να οργίζεται
στη χώρα μου
μου έχει υποσχεθεί κρασί και ουράνια τόξα



ΠΑΤΕΡΑ! ΕΙΜΑΙ Ο ΙΩΣΗΦ

Αχ πατέρα!
Οι αδελφοί μου, δεν μ' αγαπούν
ούτε θέλουν εμένα ανάμεσά τους.
Αχ πατέρα, με προσβάλουν
με λιθοβολούν
και με ύβρις με λούζουν.
Οι αδελφοί μου επιθυμούν τον θάνατό μου
και μετά να μου δώσουν τα ψευδή τους εγκώμια
κλείνουν την πόρτα σου, μπροστά μου
και από το περιβόλι σου με απελαύνουν
δηλητηρίασαν τους αμπελώνες μου,
Αχ πατέρα!
Όταν το αεράκι που διερχόταν
αστειεύτηκε με τα μαλλιά μου,
όλοι ζήλεψαν
αγανάκτησαν μ’ εσένα και εμένα.
Τι έχω κάνει σε αυτούς, πατέρα,
και τι ζημιά τους έχω προκαλέσει;
Πεταλούδες ξαπόσταζαν στον ώμο μου,
το σιτάρι μού υποκλινόταν
και πουλιά πετούσαν πάνω από τα χέρια μου.
Τι έκανα τότε λάθος πατέρα, και γιατί εγώ;
Εσύ είσαι εκείνος που με ονόμασε Ιωσήφ!
Μ' έσπρωξαν να πέσω μέσα στο πηγάδι
και στη συνέχεια κατηγόρησαν τον λύκο.
Αχ, πατέρα!
Ο λύκος είναι πιο έσπλαχνος απ’ ό,τι οι αδελφοί μου.
Έβλαψα κανένα όταν τους είπα για το όνειρό μου;
Για έντεκα πλανήτες, είδα στο όνειρό μου,
και τον ήλιο και τη σελήνη
όλοι γονατιστοί μπροστά μου.



MANA

Νοσταλγώ το ψωμί της μάνας μου
τον καφέ της μάνας μου
το άγγιγμά της
οι μνήμες της παιδικής μου ηλικίας μεγαλώνουν
μέρα με τη μέρα
πρέπει να αγαπώ τη ζωή μου
στην ώρα του θανάτου μου
πρέπει να αξίζω τα δάκρυα της μάνας μου.
Και εάν επιστρέψω μια μέρα
πάρε με ως πέπλο στα βλέφαρά σου
σκέπασε τα κόκαλά μου με τη χλόη που
ευλογήθηκε από τα βήματά σου
δέσε μας μαζί
με μια μπούκλα από τα μαλλιά σου
με μια κλωστή που κρεμάτε από το πίσω μέρος του
φορέματός σου
μπορεί να γίνω αθάνατος
να γίνω Θεός
εάν αγγίξω τα βάθη της καρδιάς σου.
Ας επιστρέψω και κάνε με ξύλα για τη φωτιά σου
σχοινί για να απλώνεις τα ρούχα στη στέγη του σπιτιού σου
χωρίς την ευλογία σου
είμαι πολύ αδύνατος να σταθώ.
Γέρασα
δώσε μου πίσω τους χάρτες των αστεριών
της παιδικής μου ηλικίας
έτσι ώστε εγώ
μαζί με τα χελιδόνια
να μπορούμε να ανιχνεύσουμε το μονοπάτι
πίσω στη φωλιά σου που περιμένει.

τα ποιήματα είναι από το www.parathemata.com/
Μετάφραση: NOCTOC.
Τα ποιήματα σταχυολογήθηκαν όλα από το ομώνυμο Ιστολόγιο

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

Στίβενς Γουάλας (Wallace Stevens) · Ποιήματα

Ο Γουάλας Στίβενς (Wallace Stevens) εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο σε ηλικία 44 ετών το 1923 και έγραψε πολλά από τα καθοριστικά ποιήματά του μετά τα 60. Ευρεία αναγνώριση του έργου του συνδέθηκε με τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του το 1954, έναν χρόνο πριν πεθάνει, ενώ, εικοσιένα χρόνια αργότερα, ο γνωστός κριτικός Χάρολντ Μπλουμ τον χαρακτήρισε τον «καλύτερο και πιο αντιπροσωπευτικό αμερικανό ποιητή της εποχής μας». Σε επαφή με ποιητές και πρωτοπόρους εικαστικούς καλλιτέχνες στη Νέα Υόρκη, όπως ο Μαρσέλ Ντισάν, ο Στίβενς εργάσθηκε ως δικηγόρος σε ασφαλιστική εταιρεία, της οποίας έγινε αντιπρόεδρος το 1934. Δικηγόρος σε ασφαλιστική εταιρεία ήταν επίσης ένας άλλος κορυφαίος μοντερνιστής του εικοστού αιώνα, στον χώρο της πεζογραφίας στην περίπτωσή του, ο Φραντς Κάφκα.

Από τα τρία ποιήματα που ακολουθούν, τα δύο πρώτα προέρχονται από την τελευταία συλλογή, με τίτλο «Ο βράχος», στη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Στίβενς, ενώ το τελευταίο είναι το καταληκτικό ποίημα στο πρώτο του βιβλίο, που έχει τίτλο «Αρμόνιο». Αποτελούν μέρος περισσότερων από τριάντα μεταφράσεων ποιημάτων του Στίβενς, που έγιναν με αφορμή εκδήλωση παρουσίασης του αμερικανού ποιητή, που διοργάνωσαν ο Ο.Π.Α.Ν. του Δήμου Αθηναίων και ο Κύκλος Ποιητών στις 11 Ιουνίου 2012. Αποτελούν επίσης εκπλήρωση υπόσχεσης, που είχε δώσει, στα φοιτητικά του χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο μεταφραστής στον πρωτοπόρο αμερικανό πεζογράφο και μελετητή του Στίβενς Ρόναλντ Σούκενικ.

                             ΠΡΟΛΟΓΟΙ ΣΤΟ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΙΘΑΝΟΝ
      
                                                                   Ι                                           

Υπήρχε μια ηρεμία του μυαλού όπως όταν είσαι μόνος σου σε βάρκα στη θάλασσα,
Μια βάρκα που προωθούν κύματα που μοιάζουν στιλπνές πλάτες κωπηλατών,
Σφίγγοντας τα κουπιά τους, λες και ήταν βέβαιοι για τον δρόμο προς τον
         προορισμό τους,
Σκύβοντας προς τα εμπρός και κατόπιν όρθιοι κρατώντας τις ξύλινες λαβές,
Υγροί από το νερό και λάμποντας στην ενότητα της κίνησής τους.

Η βάρκα ήταν φτιαγμένη από πέτρες που είχαν χάσει το βάρος τους και καθώς δεν
         ήταν πια βαριές
Μια ακτινοβολία μόνον είχε μείνει μέσα τους, ασυνήθιστης καταγωγής,
Έτσι ώστε εκείνος που σηκωνόταν μέσα στη βάρκα γέρνοντας και κοιτάζοντας
         μπροστά του
Δεν φαινόταν για κάποιον που ταξίδευε έξω και πέρα από ό,τι είναι οικείο.

Ανήκε στην για τα πολύ ξένα αναχώρηση του σκάφους του και ήταν μέρος της,
Μέρος του κατόπτρου της φωτιάς στην πλώρη του, σύμβολό του, όποιο και αν ήταν,
Μέρος των γυάλινων, νόμιζες, τοιχωμάτων στα οποία γλιστρούσε πάνω από το
         λεκιασμένο με αλάτι νερό,
Καθώς ταξίδευε μόνος του, όπως ένας άνθρωπος δελεασμένος από μια συλλαβή
         χωρίς κανένα νόημα,
Μια συλλαβή για την οποία ένιωθε, με μια καθορισμένη βεβαιότητα,
Πως περιείχε το νόημα στο οποίο ήθελε να εισέλθει,
Ένα νόημα που, καθώς εισερχόταν μέσα του, θα θρυμμάτιζε τη βάρκα και θα 
         ηρεμούσε τους κωπηλάτες
Όπως σε ένα σημείο κεντρικής άφιξης, μια προς στιγμήν στιγμή, μεγάλη ή μικρή,
Απομακρυσμένο από κάθε ακτή, από κάθε άντρα ή γυναίκα, και χωρίς να 
         χρειάζεται κανέναν.

                                                                 ΙΙ                        

Η μεταφορά ανακίνησε τον φόβο του. Το αντικείμενο με το οποίο συγκρινόταν
Ήταν αδύνατον να το αναγνωρίσει. Από αυτό ήξερε πως η ομοιότητά του εκτεινόταν
Λίγο μόνον και όχι πιο πέρα, εκτός αν μεταξύ εκείνου
Και πραγμάτων πέρα από ομοιότητα υπήρχε αυτό ή το άλλο με πρόθεση
         αναγνώρισης,
Αυτό ή το άλλο μέσα στις περιφράξεις υποθέσεων
Για τις οποίες άντρες διαλογίζονταν το καλοκαίρι μισοκοιμισμένοι.

Ποιον εαυτό, λόγου χάριν, περιείχε που δεν είχε ακόμη ελευθερωθεί,
Γρυλίζοντας μέσα του να ανακαλυφθεί καθώς επεκτείνονταν οι προσοχές του,
Λες και όλα τα κληρονομημένα φώτα του είχαν ξαφνικά αυξηθεί
Από μια πρόσβαση χρώματος, μια νέα και απαρατήρητη, ελαφρά χρωματική
         αντιπαράθεση,
Την πιο μικρή λάμπα, που πρόσθετε το δυνατό της τίναγμα, στο οποίο έδωσε
Ένα όνομα και προνόμιο πάνω από την κανονικότητα της κοινοτοπίας του –

Ένα τίναγμα που πρόσθετε σε αυτό που ήταν πραγματικό και στο λεξιλόγιο του,
Με τον τρόπο που κάποιο πρώτο πράγμα που έρχεται στα δέντρα του Βορρά
Προσθέτει σε αυτά ολόκληρο το λεξιλόγιο του Νότου,
Με τον τρόπο που το πρώτο μοναδικό φως στον βραδυνό ουρανό, την άνοιξη,
Δημιουργεί ένα καινούργιο σύμπαν από το τίποτε προσθέτοντας τον εαυτό του,
Με τον τρόπο που ένα βλέμμα ή ένα άγγιγμα αποκαλύπτει τα απροσδόκητα 
         μεγέθη του.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΕΡΑΣΤΗ     

Άναψε το πρώτο φως της βραδιάς, όπως σε ένα δωμάτιο
Όπου αναπαυόμαστε και, έστω, σκέψου πως
Το να φανταστείς τον κόσμο είναι το ύστατο αγαθό.              

Αυτό είναι, επομένως, το πιο σφοδρό ραντεβού.                      
Στη σκέψη αυτή είναι που περισυλλέγουμε τον εαυτό μας,
Έξω από κάθε αδιαφορία, σε ένα πράγμα:

Μέσα σε ένα μόνον πράγμα, μια μόνον εσάρπα                                           
Τυλιγμένη σφιχτά γύρω μας, καθώς είμαστε φτωχοί, μια θαλπωρή,
Ένα φως, μια δύναμη, η θαυματουργή επιρροή.

Εδώ, τώρα, ξεχνούμε ό ένας τον άλλον και τον εαυτό μας.
Νιώθουμε το αδιαλεύκαντο μιας τάξεως, ένα σύνολο,
Μια γνώση, εκείνο που διευθέτησε το ραντεβού.                              

Στα ζωτικά του όρια, μες στο μυαλό.
Λέμε πως Θεός και φαντασία είναι ένα …
Πόσο ψηλά το υψηλότατο αυτό κερί φωτίζει το σκοτάδι.

Από το ίδιο φως, από το κεντρικό μυαλό,
Κάνουμε μια κατοικία στον βραδινό αέρα,
Όπου το να είμαστε εκεί μαζί είναι αρκετό.

ΣΤΟΝ ΒΡΥΧΩΜΕΝΟ ΑΝΕΜΟ

Τι συλλαβή ψάχνεις,
Φωνησιμότατε, 
Στις αποστάσεις του ύπνου;
Πες την.

απόδοση Γιώργος Χουλιάρας
πηγή: http://www.24grammata.com/

Άλλα ποιήματα:

«Σχετικά με τη μοντέρνα ποίηση»

Το ποίημα του νου στην πράξη της αναζήτησης
Αυτού που αρκεί. Δεν χρειάστηκε πάντα να το αναζητήσει:
Το σκηνικό είχε στηθεί· επαναλάμβανε
Ό,τι έγραφε το σενάριο.
Ύστερα το θέατρο εξελίχθηκε
Σε κάτι άλλο. Το παρελθόν του ήταν ένα σουβενίρ.

Πρέπει να ζει, να μάθει τη διάλεκτο του τόπου.
Πρέπει να αναμετρηθεί με τους άντρες της εποχής και να συναντήσει
Τις γυναίκες της εποχής. Πρέπει να συλλογιστεί τον πόλεμο
Και πρέπει να βρει ό,τι αρκεί. Πρέπει
Να στήσει μια νέα σκηνή. Πρέπει ν' ανέβει σ' αυτή τη σκηνή
Και, όπως ένας ακόρεστος ηθοποιός, αργά
Και στοχαστικά, να πει λόγια που στ' αυτί,
Στο πιο λεπταίσθητο αυτί του νου, επαναλαμβάνουν,
Ακριβώς, αυτό που επιθυμεί ν' ακούσει, που στο άκουσμά τους,
Ένα αόρατο ακροατήριο ακούει,
Όχι το έργο, αλλά τον εαυτό του, εκφρασμένο
Σαν αίσθημα δύο ανθρώπων, σαν δύο αισθήματα
Που γίνονται ένα. Ο ηθοποιός είναι 
Ένας μεταφυσικός στο σκοτάδι, κρούοντας
Ένα όργανο, κρούοντας μια συρμάτινη χορδή
παράγοντας ήχους που διαπερνούν την απρόσμενη ευθύτητα,
Και περιέχουν απόλυτα τον νου· κάτω από αυτούς δεν μπορεί
Να καταδυθεί, πέρα απ' αυτούς δεν θέλει να υψωθεί.
Πρέπει
Να είναι η αναζήτηση μιας ικανοποίησης, και ίσως
Να είναι ένας άντρας που παγοδρομεί, μια γυναίκα που χορεύει, μια γυναίκα
Που χτενίζεται. Το ποίημα της πράξης του νου.

1940

[πηγή: Wallace Stevens, Δεκατρείς τρόποι να κοιτάς ένα κοτσύφι και άλλα ποιήματα. Adagia. Θραύσματα ποιητικής, εισαγ.-μτφ. Χάρης Βλαβιανός, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2007, σ. 61 & 63]
πηγή: http://ebooks.edu.gr/

Οι πεσόντες

Ο Θεός και όλοι οι άγγελοι λικνίζουν τον κόσμο
Τώρα που το φεγγάρι ανεβαίνει με τη ζέστη
Κι οι γρύλοι βουίζουν πάλι στο γρασίδι. Το φεγγάρι
Κλαίει στο νου χαμένες αναμνήσεις.
Πλάγιασε αυτός κι ο άνεμος της νύχτας φυσάει πάνω του, εδώ.
Οι καμπάνες αργοχτυπούν. Δεν είναι ύπνος αυτός.
Είναι πόθος
Αχ ναι, πόθος... έτσι που γέρνει στο κρεβάτι του
Στους αγκώνες του στηριγμένος, στο κρεβάτι του,
Κοιτάζοντας, τα μεσάνυχτα, το μαξιλάρι που είναι μαύρο
Στο καταστροφικό δωμάτιο... πέρα απ' την απόγνωση
Σαν ένστικτο πιο βαθύ. Τι είναι αυτό που ποθεί;
Μα αυτό δεν μπορεί να το ξέρει ο άνθρωπος που σκέπτεται,
Αλλά την ίδια τη ζωή, τον πόθο που εκπληρώνεται
Στο άλεσμα του χρόνου, κοιτάζοντας επίμονα
Ενα κεφάλι στο μαξιλάρι, στα σκοτεινά, 
Πλατύτερο από σουδάριο**, μιλώντας τη γλώσσα
Των απολύτων, ένα κεφάλι ασώματο
Με χείλη πρησμένα από ταραχές κι αντάρτικες φωνές
Το κεφάλι ενός απ' τους πεσόντες, γερμένο
Στο μαξιλάρι ν' αναπαυθεί και να μιλήσει
Να μιλήσει και να πει τις άσπιλες συλλαβές
Που μίλησε κάνοντας μόνο αυτό που έκανε.
Ο Θεός και όλοι οι άγγελοι, αυτός ήταν ο πόθος του,
Που το κεφάλι του τώρα θολώνει εδώ, για τέτοιο πόθο πέθανε.
Γεύση αίματος στα μαρτυρημένα χείλη του,
Ω συνταξιούχοι, ω δημαγωγοί και μισθωτές!
Αυτός ο θάνατος ήταν η πίστη του, αν και ο θάνατος είναι μία πέτρα.
Αυτός ο άνθρωπος λάτρευε τη ζωή, όχι τον παράδεισο, μέχρι τον θάνατο.
Ο άνεμος της νύχτας φυσάει πάνω σ' αυτόν που κάνει όνειρα, σκυφτός
Πάνω σε λέξεις που είναι ο φλύαρος ήχος της ζωής.
 
Ποίημα από την έκδοση Ο άντρας με τη μπλε κιθάρα, Εκλογή από τα άπαντα, 
εισ.-μτφρ.: Γιώργος Σπέντζος, Εκδόσεις Δωδώνη 2000

πηγή:  e-poema.eu

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Έλσε Λάσκερ Σούλερ (Else Lasker-Schüler) ― Ερωτική ποίηση

H Else Lasker-Schüler γεννήθηκε στο Elberfeld στις 11 Φεβρουαρίου του 1869 και πέθανε στην Ιερουσαλήμ στις 22 Ιανουαρίου του 1945. Σύμφωνα με τον Schalom Ben-Chorin ήταν η μεγαλύτερη Εβραία ποιήτρια, για τον Karl Kraus ήταν «το ισχυρότερο και αδιαπέραστο λυρικό φαινόμενο της σύγχρονης Γερμανίας» και για τον Gottfried Benn η Else Lasker-Schüler ήταν η μεγαλύτερη ποιήτρια που η Γερμανία είχε ποτέ.

Ήταν η τελευταία από τα έξι παιδιά του τραπεζίτη Aaron Schüler και της Jeanette Kissing, που ήταν και το κεντρικό πρόσωπο στην ποίησή της. Η Else μεγάλωσε ως παιδί-θαύμα. Τεσσάρων χρονών ήξερε ήδη να διαβάζει και να γράφει. Το 1890 πεθαίνει η μητέρα της, γεγονός που την συντάραξε και όπως επισημαίνει και η ίδια, ήταν γι’αυτήν η οριστική «εκδίωξη από το γήινο Παράδεισο».

Το 1894 παντρεύτηκε τον γιατρό Jonathan Berthold Lasker και μετακομίζει στο Βερολίνο, όπου παρέμεινε μέχρι το 1933. Εδώ ξεκινάει η καριέρα της σαν ποιήτρια και το 1899 δημοσιεύει τα πρώτα της ποιήματα στο περιοδικό Die Geseleschaft. Κατά τη διάρκεια των ετών στο Βερολίνου ήταν μία από τα κύριες εμψυχώτριες των λογοτεχνικών «τραπεζιών» που πραγματοποιόντουσαν στο Café des Westens. Η πρώτη συλλογή ποιημάτων, Styx, δημοσιεύθηκε το 1902.
Στις 11 Απριλίου 1903 χωρίζει για να παντρευτεί στις 30 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, το συγγραφέα Georg Lewin με τον οποίο χωρίζει το 1912. Χωρίς εισόδημα, έζησε χάρη στην υποστήριξη των φίλων της, ειδικά του Karl Kraus. Το 1912 γνώρισε τον Gottfried Benn. Μεταξύ των δύο αναπτύσσεται μια βαθιά σχέση, και στον οποίο αφιέρωσε πολλά ποιήματα αγάπης.

Το 1906, μετά το θάνατο του φίλου της Peter Hille, εμφανίζεται το πρώτο της έργο σε πεζό λόγο «Das Peter-Hille-Buch». Το 1909 δημοσίευσε το θεατρικό έργο Die Wupper, το οποίο ανέβηκε το 1919 στο Βερολίνο. Με την ποιητική συλλογή Meine Wunder (1911), η Else Schüler έγινε ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του εξπρεσιονισμού.
Το 1927 πέθανε από φυματίωση και ο γιος της Παύλος και αρχίζει γι 'αυτήν μια βαθιά κρίση. Κέρδισε το βραβείο Kleist το 1932.
Το 1933 στο θεατρικό της έργο «Artur Aronymus» η Else στηλιτεύει ανοιχτά και ξεκάθαρα τις αντισημιτικές διώξεις, το έργο λογοκρίνεται από το καθεστώς και στη συνέχεια απομακρύνεται από τα θεατρικά προγράμματα.
Στις 19 Απριλίου 1933 μεταναστεύει στη Ζυρίχη, ως αποτέλεσμα των απειλών και των βίαιων επιθέσεων που δέχτηκε από το ναζιστικό κόμμα. Στη Ζυρίχη, ωστόσο, της απαγορεύεται να δημοσιεύσει.
Έκανε δύο ταξίδια στην Παλαιστίνη το 1934 και το 1937. Το 1938 της αφαιρείται η γερμανική υπηκοότητα και το 1939 κάνει το τρίτο της ταξίδι στην Παλαιστίνη, όμως, λόγω του πολέμου ήταν αδύνατο να επιστρέψει στην Ελβετία.
Οι αναφορές στη σύγχρονη πολιτική κατάσταση να γίνει ακόμη πιο σαφής στο τελευταίο έργο της, «Ichundich» στο οποίο εργάστηκε μέχρι τις τελευταίες ημέρες της στην Ιερουσαλήμ. Στην εργασία αυτή αναδύεται μια σύνθετη συνέχιση στο έργο του Γκαίτε «Φάουστ», όπου ο Φάουστ και ο Mephisto παρατηρούν από την κόλαση τον Χίτλερ να κατακτά τον κόσμο κομμάτι ― κομμάτι. Μετά από αυτά τα τρομακτικά γεγονότα, ακόμη και ο Mephisto πρέπει να παραδεχτεί ότι το κακό δεν μπορεί να εγκριθεί και ο Faust επικαλείται τη θεία συγχώρεση, έτσι και οι δύο ανεβαίνουν στους ουρανούς, ενώ το τρίτο Ράιχ βυθίζεται σε μια θάλασσα από φλόγες.
Το 1944 αρρώστησε σοβαρά, που ως αποτέλεσμα είχε μια καρδιακή προσβολή στις 16 Ιανουαρίου του 1945. Στις 22 Ιανουαρίου η Else Lasker-Schüler πεθαίνει και θάβεται στο Όρος των Ελαιών στην Ιερουσαλήμ.

Το 1979 στη Γερμανία γυρίζεται η ταινία «Räume ich auf» (Εγώ διευθετώ τα πράγματα»), όπου η Γερμανίδα ηθοποιό Gisela Stein παίζει την Else. Παραγωγή: WDR Κολωνίας, Σκηνοθεσία: Georg Brintrup

Άφησε πίσω της ένα μεγάλο αριθμό ποιημάτων, τρία θεατρικά έργα, μερικές σύντομες ιστορίες, σκίτσα, καθώς και πολλά γράμματα και ζωγραφιές. Τα έργα της:

Styx (1902)
Der siebente Tag (1905)
Meine Wunder (1911)
Hebräische Balladen (1913)
Gesammelte Gedichte (1917)
Mein blaues Klavier (1943)

Η Else Lasker-Schüler αφοσιώθηκε πολύ στην ερωτική ποίηση, η οποία κατέχει κεντρική θέση. Υπάρχουν επίσης πολλά ποιήματα με ένα βαθύ πνευματικό χαρακτήρα: ειδικά τα όψιμα έργα της είναι γεμάτα από βιβλικές και ανατολίτικες αναφορές. Αν και παρατηρείται κάποια ελευθερία στην φόρμα, τα ποιήματά της είναι έργα μεγάλης τεχνικής έρευνας και εσωτερικής συγκέντρωσης, όπου επαναλαμβάνονται συχνά νεολογισμοί.



Της αγάπης το τραγούδι μου  

Στα μάγουλά σου κάθονται 
Περιστέρια χρυσά 

Αλλά η καρδιά σου είναι μια καταιγίδα, 
Το αίμα σου ψιθυρίζει όπως το αίμα μου - 

Γλύκα 
Κατά μήκος των θάμνων με τα βατόμουρα 
Ω, εγώ σκέφτομαι εσένα - 
Ρώτησε αν θέλεις τη νυχτα. 

Κανείς δεν ξέρει να παίξει τόσο καλά 
Με τα χέρια σου, 

Χτίσε κάστρα, σαν κι εμένα 
Με τα χρυσά σου δάχτυλα 

Ψηλό οχυρό με πυργίσκους! 
Είμαστε κλέφτες αμφορέων. 

Όταν εσύ είσαι μαζί μου, 
Είναι πάντα γεμάτη. 

Mε σφίγγεις πάνω σου και βλέπω 
την καρδιά σου να γεννάει αστέρια. 

Σαύρες  
Είναι τα σπλάχνα σου. 

Είσαι φτιαγμένος από καθαρό χρυσό 
Κάθε χείλος κρατά την αναπνοή. 


Κρυφά τη νύχτα 

Σε διάλεξα 
Ανάμεσα σε όλα τα αστέρια 

Είμαι ξύπνια - λουλούδι σε ακρόαση 
Στο βουητό φύλλωμα 

Τα χείλη μας στάζουν μέλι, 
Οι νύχτες μας λάμπουν έχουν ανθήσει. 

Στο ευλογημένο μεγαλείο του σώματός σου 
Η καρδιά μου ανάβει τους ουρανούς της 

Από το χρυσό σου κρέμεται κάθε μου όνειρο, 
Διάλεξα εσένα ανάμεσα σε όλα τα αστέρια. 



Αγάπη 

Ξέρεις ότι στην άγρια ​​φαντασία μου 
Εσύ είσαι δεμένος... 

Επειδή εσύ μπορείς να με κερδίσεις με τα φιλιά, 
Στις σκοτεινές νύχτες, νωρίς την αυγή. 

Ξέρετε πού ανθίζουν οι ανεμώνες, 
Λαμπερό κόκκινο σαν μια θάλασσα φωτιάς 

Κοίταξα στο βάθος των καλύκων
Ποτέ πια δεν θα αφήσω την αμαρτία. 
Και ήταν γεμάτη δάκρυα - 
Κι εσύ πέθανες στην παθιασμένη φλόγα μου ... 

Στην κόλαση μου κρύβει το βασίλειό τον ουρανών σου, 
A!, μπορείς να διαλυθείς στο αίμα μου. 

πηγή ποιημάτων: http://lapoesiaelospirito.wordpress.com/
Μετάφραση από τα Γερμανικά στα Ιταλικά: Adelmina Albini και Stefanie Golisch
Μετάφραση από τα Ιταλικά στα Ελληνικά: Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013

Άνταμ Τσαγκαγέβσκι (Adam Zagajewski) - Πολίτης της Ανατολικής Ευρώπης

Μια στιγμή διάυγειας διαρκεί τόσο λίγο.
Το σκοτάδι διαρκεί περισσότερο. Υπάρχουν
περισσότεροι ωκεανοί απ’ότι στεριές. Περισσότερο σκιά από μορφή.
( Η στιγμή)

Γεννήθηκε στο 1945 στη Leopoli, σήμερα η ουκρανική πόλη του L’viv, ο Zagajewski στο τέλος του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου, αναγκάστηκε να φύγει με την οικογένειά του από την Galicia στη Σιλεσία που είχε προσαρτιστεί στη Γερμανία για να παραχωρηθεί μετά στην Πολωνία. Στην πραγματικότητα ο Zagajewski, ανέκαθεν θεωρήθηκε Πολωνός παρά Ουκρανός. Σπουδάζοντας στη Κρακοβία, συμμετέχει ενεργά και εκπροσωπεί πλήρως τη λογοτεχνικής γενιάς του Nowa Fala, η Πολωνική New Age του ‘68. Αλλά πάνω απ 'όλα o Zagajewski, καθώς και o Miłosz της «Πόλης χωρίς όνομα», ορίζεται ως πολίτης της Ανατολικής Ευρώπης, δηλαδή εκείνου του κόσμου συνόρων στον οποίο όρια, ανήκον και μη ανήκον φαίνεται να υπόκεινται στη διαδοχή των ιστορικών γεγονότων στα οποία η δύναμη και η βία ξεπερνούν τα πάντα, σαν μια μοίρα που επαναλαμβάνεται από νικητή σε νικητή

Ο Σοπενχάουερ κλαίει

Ναι ,αυτός είναι ο Σοπενχάουερ (1788
- 1860), συγγραφέας που κόσμου σαν από θέληση
και εκπροσώπηση, ο εφευρέτης της εξαπάτησης
της φύση και της μουσικής των σφαιρών. Κάποιος έπειτα
τον περιέγραψε ως εκπαιδευτή. Τίποτα δεν έχει συμβεί,
γιατί δεν συμβαίνει τίποτα, μόνο ένα παιδί,
ένα παιδί που μοιάζει λίγο
σ’ εκείνη τη γυναίκα γνωστή στα νιάτα της -
η νεότητα δεν υπάρχει -, της χαμογελάς
και δεν υπήρχε ανάγκη, βέβαια
ήταν ένας πράκτορας της φύσης.
Σεπτέμβριος, πράγμα αδιάφορο,
δεν ανοίγει πλέον τις καρδιές, μόνο η γη
σταδιακά σκληραίνει.
Γυρνά στο σπίτι, κλειδώνει
την πόρτα, για να κρυφτεί απ’ τον υπηρέτη. Πώς
γυρνά καλά τη κλειδωνιά, παίρνει μέρος στη μηχανορραφεία
χωρίς αμφιβολία. Κλαίει. Το μικρό σώμα του μεγάλου
φιλοσόφου, η έβδομη ήπειρος, τρέμει.
Το γιλέκο του, ο γιακάς κολλαρισμένος.
Τα μάγουλα κίτρινα. Η καφέ ρεδιγκότα.
Τρέμουν αυτά τα επιφανειακά πράγματα,
σαν να πέφτουν ήδη βόμβες
στην Φρανκφούρτη. Τρέμει η μοναξιά του, παχιά,
λεπτή σαν ολλανδικό καμβά.


Βάλς

Είναι τόσο φανταχτερές οι ημέρες, τόσο καθαρές,
που η λευκή σκόνη της απροσεξίας
καλύπτει ως και τους σπάνιους λεπτούς φοίνικες.
Τα φίδια γλιστρούν αθόρυβα στους αμπελώνες,
αλλά τη νύχτα η θάλασσα είναι σκοτεινή και οι γλάροι
αιωρούνται στον αέρα ίσα που κουνιούνται,
η στίξη ενός υψηλότερου γραπτού.
Στα χείλη σου μια σταγόνα κρασιού.
Τα ασβεστολιθικά βουνά στον ορίζοντα διαλύονται
αργά, ενώ ένα αστέρι εμφανίζεται.
Το βράδυ, στην πλατεία, μια ορχήστρα ναυτικών
με άψογες άσπρες στολές
παίζουν ένα βαλς του Šostakovič∙ θρηνούν
τα παιδιά , σαν να διαισθάνονταν
για ποιο πράγμα μιλά εκείνη η αισιόδοξη μουσική.
Ήμασταν κλειδωμένοι στο κουτί του κόσμου.
Η αγάπη θα μας ελευθερώσει, ο χρόνος θα μας σκοτώσει


Από τη ζωή των αντικειμένων

Το δέρμα λείο από τα αντικείμενα είναι τεντωμένο
σαν μια τέντα τσίρκου.
Προλαβαίνει το βράδυ.
Καλώς ήλθες, σκοτάδι.
Αντίο, φως της ημέρας.
Είμαστε σαν τα βλέφαρα, λένε τα πράγματα,
παρακμάζουμε το μάτι και τον αέρα, το σκοτάδι
και το φως, η Ινδία και η Ευρώπη.

Και ξαφνικά είμαι εγώ που μιλώ: ξέρετε,
πράγματα, τι πράγμα είναι ο πόνος;
Έχετε μείνει ποτέ πεινασμένοι, μόνοι, χαμένοι;
Έχετε κλάψει; Και γνωρίζεται το φόβο;
Την ντροπή; Ξέρετε τι είναι ο φθόνος και η ζήλια,
οι αμαρτίες που συγχωρούνται αλλά που δεν περιλαμβάνονται στην συγχώρεση;
Έχετε ποτέ αγαπήσει; Έχετε νιώσει ποτέ να πεθαίνεται
όταν τη νύχτα ο άνεμος ανοίγει τα παράθυρα και διεισδύει
στην παγωμένη καρδιά; Έχετα γνχρίσει το γείρας,
το πένθος, το πέρασμα του χρόνου;

Πέφτει η σιωπή.
Στον τοίχο χορεύει η βελόνα του βαρόμετρου.

ιταλικό άρθρο της Natàlia Castaldi

μετάφραση στα ελληνικά: Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

Πωλ Λαράκ (Paul Laraque) - Η ποίηση πρέπει να καλεί τους λαούς να απελευθερωθούν

Ο Paul Laraque γεννήθηκε στο Jérémie της Αϊτή, στις 21 Σεπτεμβρίου του 1920 . Μετά τις σπουδές του στο Jérémie και το Port-au-Prince, εισήλθε στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων το 1939 και αποφοίτησε το 1941 . Μαζί με μια ομάδα Αϊτινών συγγραφέων και διανοούμενων συναντήθηκε με τον André Breton στο Port-au-Prince το 1945 . Το 1951 παντρεύτηκε την Marcelle Pierre - Louis . Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας ταξιδεύει σε όλη τη χώρα, όπου θα συνειδητοποιήσει τις απαράδεκτες συνθήκες διαβίωσης των φτωχών συμπατριωτών του. Με τον Morisseau - Leroy, Émile Roumer, Franck Fouché και Claude Innocent, ο Laraque είναι μέλος της πρώτης γενιάς των Αϊτινών που μαζί με τη γαλλική γλώσσα χρησιμοποιούν τα Κρεολικά.
Ποιητής στο στρατό, τρέφει τη φιλοδοξία να γίνει η συνείδηση. Το 1960 , παραμένει ουδέτερος κατά τη διάρκεια των πολιτικών γεγονότων της 25ης Μαΐου , αλλά θα τεθεί «σε διαθεσιμότητα» το Νοέμβριο κατά τη διάρκεια της απεργίας των φοιτητών και μετά τη σύλληψη του θείου της συζύγου του.
Ο Laraque πηγαίνει στην εξορία το 1961, στη Νέα Υόρκη, στην Ισπανία και στη συνέχεια πίσω στη Νέα Υόρκη, όπου ζει ο αδελφός του Franck με την οικογένειά του. Η γυναίκα του τον ακολούθησε το 1961 και τα τρία παιδιά τους το 1962 . Ο Laraque παίρνει έδρα καθηγητή στις λατινογενείς γλώσσες στο Fordham University και διδάσκει γαλλικά. Ταυτόχρονα είναι ενεργό μέλος σε προοδευτικές οργανώσεις, χάνοντας την αϊτινή υπηκοότητα το 1964 .

Η διπλή συλλογή ποιημάτων του, «Les armes quotidiennes / Poesie quotidienne» , παίρνει το βραβείο Casa de las Américas το 1979 , το οποίο κάνει τον Paul Laraque τον πρώτο γαλλόφωνο ποιητή που λαμβάνει αυτό το βραβείο. Ο Laraque ήταν συν -ιδρυτής και Γενικός Γραμματέας του Συλλόγου Αϊτής συγγραφέων στο εξωτερικό, ο οποίος, μεταξύ άλλων, διοργανώνει το Festival Jacques-Stephen Alexis το 1982 και τον εορτασμό της εκατονταετηρίδας του Charlemagne Péralte το 1985. Οι δραστηριότητές της επιτρέπουν να συναντήσει - στην Αβάνα, τη Νέα Υόρκη, την Ουάσιγκτον - σημαντικά λογοτεχνικά και πολιτικά πρόσωπα όπως ο Φιντέλ Κάστρο , Nicolas Guillen , Langston Hughes , Ramsey Clark και CLR James.

Μετά από είκοσι πέντε χρόνια στην εξορία, ο Laraque επιστρέφει στην πατρίδα του μετά την πτώση της δυναστείας Duvalier το 1986 , και του επεστράφει και η υπηκοότητα του. Όταν η σύζυγος του συνταξιοδοτείται από τη δουλειά της στα Ηνωμένα Έθνη το 1989, η οικογένεια εγκαταστάθηκε κοντά στο Port - au -Prince. Ετοιμάζει δύο ειδικές εκδόσεις του περιοδικού «Rencontre», αφιερωμένο στον Jacques-Stephen Alexis (1992) και στον Jacques Roumain (1993). Το 1991, μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα που ανατρέπει τον Πρόεδρο Aristide, ο Paul Laraque πηγαίνει στην εξορία για δεύτερη φορά και εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη.
Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, το έργο του «καλεί τους λαούς να απελευθερωθούν και τείνει, στο βάθος, να κάνει μια συνεισφορά από την Αϊτής, στην καθολική ποίηση».

Έχει δημοσιεύσει : «Ce qui demeure» (Montreal 1973), «Fistibal» (Montreal 1974), «Les armes quotidiennes /Poésie quotidienne» (L'Avana, 1983), «Solda mawon / soldat marron» (Port-au-Prince, 1987), «Camourade» (Willimantic 1988), «Le vieux nègre et l'exil» (Paris, 1988), «Fistibal / Slingshot» (Port-au-Prince / San Francisco, 1989). Το 1999 , τα ποιήματά του συγκεντρώθηκαν σε ένα τόμο με τον τίτλο «Oeuvres Incomplètes» (editions du CIDIHCA, Montreal).

Ο Paul Laraque απεβίωσε στις 8 Μαρτίου 2007.


Μικρή διαθήκη


αγάπη μου
έφτασες την στιγμή που κατάθλιβα το τελευταίο είδωλο
η σαβάνα της απελπισίας ήταν σε αυτό το βλέμμα
όπου η εικόνα μου ζει για πάντα ελλιπή
ο άγγελος του πόνου είναι τόσο όμορφος όσο ο κίνδυνος
Εσύ είσαι το θαύμα του νερού στην έρημο της δίψας
και η κοιλιά σου το στέμμα μιας ξαναβρισκόμενης αυτοκρατορίας
έζησα στη μοναδική ελπίδα των ανθρώπων
που ταράζουν το σήμερα, γιατί γεννιέται το αύριο
μια μέρα εγώ θα πάρω το κεφάλι των δικών μου
για να σφυρηλατήσω την τύχη στα όπλα της μιζέριας
το σαράκι της αγωνίας ροκανίζει τη νύχτα της αναμονής
μαύρα χέρια εξηγούν το λάβαρο της αυγής
η γη θα είναι επιτέλους εκείνου που θα την σκάψει
ένα παιδί έγινε το κέντρο της ζωής
Θέλω να εμφανιστώ ενώπιον του δικαστηρίου του
και που αυτός λέει
εσύ ήσουν ένας άνθρωπος

μετάφραση από τα γαλλικά στα ιταλικά: Giancarlo Cavallo
μετάφραση από τα ιταλικά στα ελληνικά: Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...