Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Ευφροσύνη Μαντά - Λαζάρου ‘‘Ο Νώε στην πόλη‘‘

Από την απαγγελία της Ευφροσύνης Μαντά - Λαζάρου στο Open Studio της Αγγέλως Ευαγγέλου 

από τον Κωνσταντίνο Κοκολογιάννη

Με μεγάλη χαρά παρουσιάζουμε την ποιητική συλλογή της Ευφροσύνης Μαντά - Λαζάρου, ’’Ο Νώε στην Πόλη‘‘, που κέρδισε το κρατικό βραβείο ποίησης για το 2013. 
Με την Φρόσω μας ενώνει μια ιδιαίτερη σχέση. Ήταν η πρώτη συνέντευξη που πήρα για το Λόγο και Τέχνη. Ήταν η επιμελήτρια και παρουσιάστρια της ποιητικής μου συλλογής Άρα είχε δίκιο κι ο Μπωντλαίρ, εκδόσεις Αρμίδα, αλλά και η παρουσιάστρια του βιβλίου του Edmodo De Amicis Οι Ψυχολογικές επιδράσεις του κρασιού, που μετέφρασα.

  O Αλέξανδρος Ακριτίδης, λογοτέχνης,  γράφει στο http://www.apostaktirio.gr/ για την ποιητική συλλογή της Φρόσως

«Ο Νώε στην πόλη» της Ευφροσύνης Μαντά Λαζάρου δεν προσδιορίζεται εύκολα ως λογοτεχνικό είδος. Πρόκειται ουσιαστικά για πεζογραφήματα γραμμένα με ποιητική χροιά. Το βιβλίο αυτό είναι ένα λυρικό και μελαγχολικό ταξίδι, που συνδέει το παρελθόν με το σήμερα. Αφιερωμένο σε μια πόλη που τη μετάλλαξε ο χρόνος. Παλιές συνοικίες, απολιθώματα μιας άλλης νοσταλγικής εποχής, που πλέον ζούνε σε νέους ρυθμούς, μοντέρνους, παράνομους, ακόλαστους και ξενικούς. Τα παλιά μαγαζάκια που έκλεισαν, ο κόσμος που έφυγε, οι αλλοδαποί που έφτασαν, η νεολαία που αγνοεί το σκληρό παρελθόν της πατρίδας της. 


Ήρωες της Ευφροσύνης Μαντά Λαζάρου είναι οι διάφοροι άνθρωποι που παρελαύνουν απ’ το οπτικό της πεδίο. Κουρασμένοι ναυτικοί, γυναίκες του δρόμου, μοναχικά όντα, κρυμμένοι τζογαδόροι, άδολοι οδοκαθαριστές, που καλούνται να ξεβρομίσουν τη μιαρή κατάσταση που διαμορφώνεται καθημερινά. Όλα αλλιώτικα, όλα άγνωστα για μια συγγραφέα που έχει σχέσεις αγάπης μ’ αυτήν την πόλη. Πληγές ανοιχτές σε μια οικουμένη που έχασε τη χαρά και την αθωότητα των προηγούμενων χρόνων. Στρατιώτες φρουροί ενός αιματοβαμμένου πολέμου, που ξεχάστηκαν στα πόστα τους και άνθρωποι, που πέρασαν τη ζωή τους προστατεύοντας το πένθος τους για τα πρόσωπα που έχασαν. Η συγγραφέας θέλει να γίνει ένα με τις όμορφες μνήμες της πόλης της, που τη βλέπει να πλημμυρίζει με πολλές άρρωστες συνήθειες. Συμβολική και η εμφάνιση του Νώε στο τέλος. Και ποιούς επιλέγει να σώσει; Μονάχα τους δυο καλοσυνάτους οδοκαθαριστές. Τους μόνους που μοιάζουν να παρέμειναν αμόλυντοι από το νέφος της εξέλιξης…


Όταν η νύχτα χασμουριέται πάνω από τις στέγες, ανοίγουν οι αρμοί της πόλης επικίνδυνα.

Πότε είναι η διάβρωση, πότε η οξείδωση
που κάνουν κοντραμπάντο, άλλοτε όμως η
όσμωση και η επίστρωση με νέο σοβά, με
χρώμα. Ύστερα πάλι σαπισμένα ξύλα, σκελετοί
παλιάς σκάλας, μια κάμαρα που γέρνει δίχως
συντροφιά. Πληγές καινούριες το τσιμέντο,
πώς να επουλώσει τραύματα παλιά; Οι δρόμοι
γεμίζουν μουσικές κι εστιατόρια. Ανάμικτα
με κουβέντες, χασμωδίες και συρραφές
από θρυμματισμένες στρώσεις πολιτισμών.
Έρχονται πλήθος και σιτίζονται κοπαδιαστά.
Φεύγουν θυμίζοντας πουλιά που κουβαλούν
στο ράμφος τους τη ζωή σαν σπόρο.

Απλώνει η πόλη τα νερά της λύπης της, γίνεται
λίμνη. Καρτερεί να καθρεφτίζεται σε δυο
μάτια μια αγάπη που δεν έρχεται. Γι’ αυτό
κάποιες φορές καθώς οι διαβάτες περνούν,
μοιάζουν με τρένα που διασταυρώνονται μαζί της.
Στυλώνουν το βλέμμα επάνω της κι εκείνη
φεύγει πίσω δίχως να βλέπει. Οι άντρες τότε
θυμούνται τις περαστικές που δεν τους
κοίταξαν και οι γυναίκες τα κρύα κρεβάτια τους

Από των τοίχων τις ρωγμές, από μισάνοικτα
βλέφαρα παραθυριών και παραβιασμένες
πόρτες σπινθηρίζουν μικρές, λιπόθυμες ζωές.

Σε ένα πεθαμένο φαρμακείο εκατό χρονών
είναι ένα γεροντάκι. Κάθεται μέσα σε κιτρινισμένα
βαμβάκια, σκονισμένες γάζες, ληγμένες
κρέμες, ιώδιο, οξυζενέ, σιρόπια, ψαλίδια
μαυρισμένα, λαβίδες, κτένες, χάπια, συσκευασίες
στραπατσαρισμένες και τσιρότα.
Φαρμακώνουν ή θεραπεύουνε και ποιους;
Θωπεύουνε το πένθος. Το αντίδοτο μιας πόλης που
πεθαίνει, ο φαρμακοποιός ταριχευτής. Δεν
διανυκτερεύει ποτέ.

Η ταρίχευση της καρδιάς είναι οξύτερη αντίφαση

Η λεπίδα που ανοίγει τις φλέβες πονάει
λιγότερο από τη θέα ενός ανθρώπου, που, ενώ
κοιτάζει το ρολόι του, λέει πως θέλει να πάει
στον παράδεισο. Ύστερα φεύγει παίρνοντας
μαζί την πόζα του, όπως παίρνει κανείς την
τελευταία αναπνοή του.

Εκεί που θα έπρεπε μια άλλη επιθυμία να
γεννηθεί, ο ταριχευτής παραφυλάει ένοπλος.
Ή με τη μηχανή μια φωτογράφος. Κρατάει
τη μηχανή της επιδέξια, σταθερά. Ψύχρα
ανατέμνει το φως· σαν το νυστέρι που
εργάζεται πάνω στην τελετουργία της επεμβάσεως
και το σώμα διαφεύγει. Μαζί και η ψυχή.
η φωτογραφία βγαίνει τρομακτική. Αν και η
φωτογράφηση υπήρξε άρτια.

Οι άνθρωποι που φοβούνται το θάνατο τσιγκουνεύονται
συνήθως πιο πολύ κι εκεί που
θα μπορούσε να γίνει κανείς θρύλος ή στίχος
πεθαίνοντας ωραία, απλά τον καταπίνει το
σκοτάδι.

Ο γέρος στο παλιό κατάστημα και τα παιδιά
του γειτονικού σχολείου. Φωλιά της ερημιάς
τώρα την κατοικούνε μετανάστες. Δυο τυφλοί
κόσμοι αγγίζονται και δεν γνωρίζονται.
Ανοίγει κάθε πρωί το μαγαζί, απλώνει ως έξω
τα παιγνίδια. Τα παιδιά, πουλιά σε ξένη
πόλη, περνούν. Τα γέρικα δάκτυλα ψαύουν αντικείμενα
παλιά. Κουρδίζουν ένα παλιό ρολόι.
Περιμένει τα παιδιά της γειτονιάς που
γερνούνε αλλού, μα δεν έρχονται.

Αυτός ο γέρος λοιπόν θα μπορούσε να γίνει ο
μεγάλος ποιητής της πόλης. Δεν έγινε, για
ένα πένθος που δεν ξόδεψε.

Αν άπλωνε τα παιγνίδια ένα πρωί στην πλατεία.
Τα παιδιά του σχολείου, προσφυγάκια
μακρινών τόπων και τωρινών καιρών, θα
περνούσαν στην τάξη με ένα παιγνίδι στο
χέρι. Με μια χειρονομία θα έμπαινε μέσα τους
σαν επανάσταση τόση ποίηση και όλα τα
βιβλία του κόσμου. Τώρα έξω από την κλειστή
πόρτα περνούν όλοι αδιάφοροι και δεν
θυμούνται. Είναι ένας τάφος, εκεί που θα ήταν η
γιορτή της ζωής.

Είναι κι άλλα κλειστά μαγαζιά. Κατέβασαν
ρολά ένα βράδυ και το άλλο πρωί δεν ήλθε
κανένας ν’ ανοίξει.
 
Για την Ευφροσύνη Μαντά - Λαζάρου μπορείτε να διαβάσετε κι εδώ

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

Ρόμπερτ Φροστ (Robert Frost) - Ποιήματα

Ο Ρόμπερτ Λι Φροστ (Robert Lee Frost, 26 Μαρτίου, 1874 – 29 Ιανουαρίου, 1963) ήταν Αμερικανός ποιητής. Τιμήθηκε τέσσερις φορές με το βραβείο Πούλιτζερ.

Αν και το όνομά του είναι κυρίως συνδεδεμένο με τη Νέα Αγγλία, ο Φροστ γεννήθηκε στο Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνια. Η μητέρα του Ίσαμπελ Μούντι (Isabelle Moodie), είχε σκωτσέζικη καταγωγή και ο πατέρας του, Ουίλιαμ Πρέσκοτ Φροστ ο νεότερος, ήταν απόγονος των Φροστ από το Ντέβονσαϊρ, που εγκαταστάθηκαν στο New Hampshire το 1634. Ο πατέρας του, πρώην δάσκαλος, που αργότερα έγινε συντάκτης της εφημερίδας San Francisco Daily Evening Post, είχε πρόβλημα με τον αλκοολισμό και τον τζόγο, και εφάρμοζε σκληρή πειθαρχία στα παιδιά του. Είχε πάθος με την πολιτική και ασχολήθηκε ενεργά με αυτήν, όσο του το επέτρεπε η υγεία του.
Ο Φροστ έζησε στην Καλιφόρνια μέχρι τα έντεκά του χρόνια. Μετά το θάνατο του πατέρα του από φυματίωση το 1885, μετακόμισε με τη μητέρα και την αδερφή του στην ανατολική Μασσαχουσέτη, κοντά στους προγόνους του πατέρα του. Η μητέρα του προσχώρησε στην εκκλησία των Swedenborgian και τον βάπτισε σε αυτήν, αλλά ο Φροστ την εγκατέλειψε ως ενήλικας. Μεγάλωσε ως παιδί της πόλης και το πρώτο του ποίημα δημοσιεύθηκε στο Lawrence της Μασσαχουσέτης. Παρακολούθησε μαθήματα στο Κολέγιο Ντάρτμουθ (Dartmouth College) το 1892, για λιγότερο από ένα εξάμηνο. Ασχολήθηκε με διάφορες δουλειές, όπως η διδασκαλία, η διανομή εφημερίδων και η εργασία σε εργοστάσιο. Το 1894 πούλησε το πρώτο του ποίημα, My Butterfly, στην εφημερίδα The Independent για δεκαπέντε δολάρια. Υπερήφανος για το επίτευγμά του, έκανε πρόταση γάμου στην Elinor Miriam White. Ήταν συμμαθητές στο Λύκειο και είχαν διατηρήσει επαφή μέχρι τότε. Αυτή αρνήθηκε, λέγοντας πως ήθελε να αποφοιτήσουν πρώτα από το Κολέγιο πριν παντρευτούν. Ο Φροστ απογοητευμένος, ταξίδεψε στο Great Dismal Swamp στην Βιρτζίνια. Επέστρεψε αργότερα τον ίδιο χρόνο και επανέλαβε την πρόταση στην Elinor, αυτή δέχθηκε και παντρεύτηκαν το Δεκέμβριο του 1895.
Εργάστηκαν και οι δύο ως καθηγητές σε σχολείο μέχρι το 1897. Μετά ο Φροστ φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ για δύο χρόνια. Αν και τα πήγαινε καλά, ένιωθε ότι έπρεπε να γυρίσει πίσω λόγω της υγείας του και επειδή η σύζυγός του περίμενε το δεύτερο παιδί τους. Ο παππούς του αγόρασε μια φάρμα στο New Hampshire για το νεαρό ζευγάρι. Ο Φροστ έμεινε εκεί για εννέα χρόνια και έγραψε πολλά από τα ποιήματα που αποτέλεσαν τα πρώτα του έργα. Η απόπειρά του να ασχοληθεί με την ανατροφή πουλερικών απέτυχε και αναγκάστηκε να δεχθεί τη θέση καθηγητή στην Ακαδημία Πίνκερτον.
Το 1912, ο Φροστ ταξίδεψε με την οικογένειά του στη Γλασκώβη, και αργότερα εγκαταστάθηκε στο Μπίκονσφιλντ (Beaconsfield), έξω από το Λονδίνο.
Η πρώτη του ποιητική συλλογή, A Boy's Will, εκδόθηκε τον επόμενο χρόνο. Στην Αγγλία απέκτησε σημαντικές γνωριμίες, όπως ο ποιητής Έντουαρντ Τόμας (Edward Thomas) (μέλος της γνωστής ομάδας Dymock poets), ο T. E. Hulme, και ο Έζρα Πάουντ, ο οποίος ήταν ο πρώτος Αμερικανός που έγραψε ευνοϊκή κριτική για το έργο του Φροστ. Ο Φροστ συνέγραψε μερικά από τα καλύτερα δείγματα της δουλειάς του ενώσο βρισκόταν στην Αγγλία.
Ο Φροστ επέστρεψε στην Αμερική το 1915, αγόρασε μία φάρμα στην Franconia του New Hampshire και ξεκίνησε την συγγραφική του καριέρα, ενώ ταυτόχρονα ασχολήθηκε και με τη διδασκαλία. Από το 1916 ως το 1938 ήταν καθηγητής Αγγλικής Φιλολογίας στο Κολέγιο Άμχερστ (Amherst College). Ως καθηγητής, ενθάρρυνε τους μαθητές του να χρησιμοποιούν τον ήχο της ανθρώπινης φωνής στην τέχνη τους.
Κατά την τελετή εγκατάστασης του προέδρου Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι στο αξίωμα του το 1961, ο Φροστ απείγγειλε το The Gift Outright. Μερικά από τα πιο γνωστά ποιήματά του είναι τα Death of the Hired Man, Stopping by Woods on a Snowy Evening, Mending Wall, Nothing Gold Can Stay, Birches, After Apple Picking, The Pasture, Fire and Ice, The Road Not Taken, και Directive. Ο Φροστ τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ τέσσερις φορές, επίτευγμα μεγάλο για έναν ποιητή.
Από το 1921, και για τα επόμενα 42 χρόνια (με τρεις εξαιρέσεις), ο Φροστ κάθε καλοκαίρι δίδασκε στο Bread Loaf School of English του Κολεγίου Middlebury στο Ρίπτον, του Βερμόντ. Το Κολέγιο Middlebury έχει ακόμη στην κατοχή του τη Φάρμα του Ρόμπερτ Φροστ ως Εθνικό Ιστορικό Αξιοθέατο, κοντά στις εγκαταστάσεις του Bread Loaf.
Πέθανε στη Βοστώνη στις 29 Ιανουαρίου, 1963. Ο τάφος του βρίσκεται στο Παλαιό Κοιμητήριο του Μπένινγκτον, στο Μπένινγκτον του Βερμόντ. Ο κατάλογος αποφοίτων του Χάρβαρντ του 1965 τον αναφέρει ως απόφοιτο με τιμητική διάκριση. Ο Φροστ έλαβε επίσης πτυχίο με τιμητική διάκριση από το Κολέγιο Bates καθώς και από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και το Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ. Ενώ ήταν ακόμη εν ζωή, το σχολείο the Robert Frost Middle School στο Φέρφαξ της Βιρτζίνια, και η κεντρική βιβλιοθήκη του Κολεγίου Άμχερστ, πήραν το όνομά του.

πηγή: http://el.wikipedia.org/


Ούτε ο μισός 

Στράφηκα να μιλήσω στο Θεό
για την απελπισία του Κόσμου·
χειρότερο έγινε, όμως, το κακό
σαν ένοιωσα πως ήμουν μοναχός μου.

Στράφηκε –μη γελάσετε θνητοί–
ο Θεός σε μένα να μιλήσει.
Βρήκε, όμως, ότι έλειπα από κει
(αν όχι όλος) τουλάχιστο ο μισός είχα αναχωρήσει.


Αφοσίωση

Αδύνατο η καρδιά να βρει
κάπου αφοσίωση πιο πολλή
απ’ όση έχει ο γιαλός στο κύμα·
χρόνια και χρόνια ακίνητος
ατέλειωτα και πληκτικά
ν’ ακούει την ίδια πάντα ρίμα.

μετάφραση: Κώστας Βαλεοντής
πηγή: http://greekpoems.wordpress.com/


Προς τη γη

Στα χείλη μου άγγιξε  γλυκά ο έρωτας.
Τόσο όσο μπορούσα να αντέξω.
άλλοτε αυτό φαινόταν και πολύ
με τον αέρα τότε ζούσα.

Το κύμα γλύκας που με προσπερνούσε
ήταν μήπως μυρωδιά μόσχου
που ανέδυαν τα κρυμμένα κλήματα
από το λόφο το σούρουπο;

Με τύλιξαν και με πόνεσαν
κλαδιά από αγιόκλημα
που όταν τα κόβεις σου ποτίζουν
με δροσιά τους κόμπους των δαχτύλων σου

Ποθούσα έντονη γλύκα
αλλά στη νιότη μου έμοιαζε μονάχα τόσο έντονη.
Όμως το πέταλο του ρόδου
με τρύπησε κρυφά

Τώρα, χαρά που να της λείπει αλάτι δεν υπάρχει
Που να μην πάλεψε πολύ
με πόνο, κούραση και λάθη.
Αποζητώ την κηλίδα αυτή…

..από τα δάκρυα, το σημάδι
της πιο τρανής αγάπης
Το φλούδι του γαρύφαλλου που
γίνεται γλυκόπικρο όταν
το κρατάς στο στόμα

Όταν αποτραβώ το χέρι
είναι σημαδεμένο, μουδιασμένο
ακουμπώντας με δύναμη
πάνω απ” τα χόρτα, ή τα χαλίκια

Όμως δε μου φτάνει αυτός ο πόνος.
Χρειάζομαι βάρος και δύναμη πολλή.
Να νιώσω τη γη, όσο τραχιά είναι
σ” όλο μου πάνω το κορμί.

πηγή: http://www.eros-erotas.gr/


Σταματώντας στο δάσος ένα χιονισμένο απόγευμα

Ποιανού το δάσος είναι αυτό, νομίζω ξέρω.
Αν και το σπίτι του μακριά είν’ στο χωριό,
δεν θα με δει που σταματάω εδώ
να δω τα δέντρα του γεμάτα χιόνι σκοτεινό.

Το άλογο θα σκέφτεται περίεργο
να σταματάει εδώ, χωρίς ένα σπιτάκι αγροτικό
να υπάρχει ανάμεσα στα δέντρα και την παγωμένη λίμνη
το βράδυ του χρόνου, το πιο σκοτεινό.

Τα χαλινάρια του τινάζει με τις καμπανούλες
για να ρωτήσει ποιο το λάθος λες.
Το μόνο που ακούγεται τριγύρω να σαρώνει
είν’ ο αέρας και οι νιφάδες παχουλές.

Τα δέντρα είναι όμορφα, βαθειά και σκοτεινά
μα οι υποσχέσεις μου δεν με κρατάν κοντά
κι έχω μίλια να διαβώ πριν κοιμηθώ ξανά
κι έχω μίλια να διαβώ πριν κοιμηθώ ξανά.
μτφ.: θωμάς παπαστεργίου

πηγή: http://logocafe.blogspot.com/



Τίποτα χρυσό δεν παραμένει

Το πρώτο πράσινο της φύσης είναι  χρυσό
Η πιο δύσκολη απόχρωση της
Το πρώιμο φύλλο της λουλούδι είναι
αλλά μόνο για μια ώρα
Μετά το φύλλο πέφτει δίπλα σε φύλλο
Έτσι ο παράδεισος βυθίζεται στην θλίψη
έτσι η αυγή πνίγεται στην μέρα
Τίποτα χρυσό δεν παραμένει


Φωτιά και Πάγος 

Κάποιοι λένε πως με φωτιά θα τελειώσει ο κόσμος
Άλλοι πάλι λένε πως με τον πάγο το τέλος θα έρθει
Έχω δοκιμάσει από επιθυμία και τα δύο
και έτσι υποστηρίζω εκείνους που την φωτιά ευνοούν
Αλλά αν ήταν ο κόσμος δυο φορές να τελειώσει
Νομίζω πως έχω αρκετά το μίσος γνωρίσει
για να ξέρω ότι η καταστροφή από πάγο
είναι επίσης σπουδαία
και θ’ αρκούσε 

πηγή: http://www.sodeia.net/


Τώρα κλείσ' τα παράθυρα


Τώρα κλείσ' τα παράθυρα και κάνε τα λιβάδεια να σιωπήσουν:
Αν είναι ανάγκη για τα δέντρα, άσ' τα να πηγαινόρχονται-
Πουλί τώρα πια δεν κελαηδεί κι αν κελαηδεί
Ας πούμε πως έχασα.
Θα περάσει καιρός πριν φανούν και πάλι οι βάλτοι
Θα περάσει καιρός πριν απ' το πρώτο πουλί:
Κλείσε λοιπόν τα παράθυρα να μην ακούς τον άνεμο,
Μόνο κοίτα τα πάντα ν' ανεμοδέρνονται.
 
Ποίημα από την έκδοση Ρόμπερτ Φροστ: Εικοσιπέντε ποιήματα,
μτφρ.-σχόλ.: Νίκος Φωκάς, Δελφίνι 1997

πηγή: http://www.e-poema.eu/

Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

Χόρχε Λουίς Μπόρχες (Jorge Luis Borges) · Tango Argentino

Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες γεννήθηκε στις 24 Αυγούστου 1899 στο Μπουένος Άιρες. Από το 1914 έως το '21 ακολουθεί τους γονείς του στην Ευρώπη. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και στην Ισπανία.
Το 1925 , ο Μπόρχες συνάντησε την Victoria Ocampo, τη μούσα που θα παντρευτεί σαράντα χρόνια αργότερα. Με την Victoria καθορίζεται μια πνευματική σύμπνοια που προορίζεται να εισέλθει στην μυθολογία της Αργεντίνικης λογοτεχνίας.
Η εκδοτική δραστηριότητα του Μπόρχες είναι ακούραστη. Ο Μπόρχες έχει προσβληθεί από μια ανίατη μορφή μυωπίας. Η σταδιακή τύφλωση εκρήγνυται με μολυσματικότητα σε ένα μεταφορικό πυρήνα που τροφοδοτεί το λογοτεχνικό έργο του Μπόρχες και το θρυλικό όραμά του.
Μεταξύ '33 και '34 , αυτό το όραμα ρέει, στην εφεύρεση της ιστορίας σαν ψέμα, όπως η πλαστογραφία, η λογοκλοπή, μια καθολική παρωδία. Το 1938 ο συγγραφέας έχει ένα ατύχημα που τον ανάγκασε σε ακινησία για μεγάλο χρονικό διάστημα, απειλώντας τη ζωή του η σηψαιμίας.
Αυτή η δραματική κατάσταση προκαλεί στον Μπόρχες τον τρόμο της ολικής απώλειας της δημιουργικότητας. Τίποτα όμως δεν είναι πιο λάθος. Στα χρόνια της νόσου , ο Αργεντίνος συγγραφέας συλλαμβάνει μερικά από τα αριστουργήματά του, τα οποία συλλέγονται και δημοσιεύονται το '44 με τον τίτλο του Ficciones. Μετά από πέντε χρόνια εκδίδονται και τα διηγήματα του Aleph.
Σε αυτό το σημείο , ο Μπόρχεςs είναι μία από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της Αργεντινής, όλων των εποχών. Δεξιοτέχνης του αγώνα , επιβεβαιώνει τη φήμη του κάτω από το επίπεδο της καθαρής φαντασίας, με το «Otras Inquisiciones» ( 1952 ) .
Το 1955, ο Μπόρχες διορίστηκε διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης, το οποίο πάντα ονειρευόταν να κάνει. : «Είναι μια πανέμορφη θεϊκή ειρωνεία για μένα να περιβάλλομαι με οκτακόσιες χιλιάδες βιβλία και, την ίδια στιγμή με το σκότος», σχολιάζει ο συγγραφέας σχετικά με το διορισμό του.
Και είναι η αρχή μιας μακράς και επιτυχημένης δύσης, παρότι ο θάνατος επέρχεται πολύ αργότερα, στις 14 Ιουνίου 1986. Δίπλα στον Μπόρχες είναι η δεύτερη σύζυγός του, η πολυαγαπημένη του Maria Kodama.
«Labyrinthes» το έργο του Μπόρχες έχει καθιερώσει την υπεροχή της ψυχρής γραμμής, θριαμβευτική στη λατινική πεζογραφία μέχρι την έλευση του «μαγικού ρεαλισμού» του Γκαρσία Μάρκες, ο οποίος είναι επίσης ένα άμεσο παρακλάδι των οραμάτωντου συγγραφέα. Είναι αδύνατο να σκεφτούμαι την μεταμοντέρνα παράδοση, τη λογοτεχνία του Italo Calvino και του Umberto Eco χωρίς την ύπαρξη των βιβλίων του Μπόρχες. 



Ο Μπόρχες κι εγώ

Από την άλλη, στον Μπόρχες, συμβαίνουν τα πράγματα. Εγώ περπατώ στο Μπουένος Άιρες και καθυστερώ, ίσως και μηχανικά τώρα, κοιτάζοντας την αψίδα μιας πόρτας και την πόρτα που οδηγεί σε μια αυλή. Για τον Μπόρχες έχω νέα μέσω του ταχυδρομείου και βλέπω το όνομά του στον κατάλογο των καθηγητών ή σε ένα λεξικό βιογραφιών. Μου αρέσουν οι κλεψύδρες, χάρτες , ο τύπος του δέκατου όγδοου αιώνα, η γεύση του καφέ και η πρόζα του Stevenson· ο άλλος μοιράζεται αυτές τις προτιμήσεις, αλλά μ’ ένα τρόπο ματαιόδοξο που μεταλλάσσει τα χαρακτηριστικά ενός ηθοποιού. Θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η σχέση μας είναι εχθρική, εγώ ζω, με αφήνω να ζήσω, γιατί ο Μπόρχες μπορεί να σκαρώσει τη λογοτεχνία του, και αυτό με δικαιώνει. Δεν έχω καμία δυσκολία να αναγνωρίσω ότι γέννησε κάποιες έγκυρες σελίδες, αλλά αυτές οι σελίδες δεν μπορούν να με σώσουν, ίσως επειδή αυτό που είναι καλό δεν ανήκει σε κανέναν, ούτε καν στον άλλον, αλλά στην γλώσσα ή στην παράδοση. Από την άλλη πλευρά, εγώ προορίζομαι  να καταστραφώ, οριστικά, και μόνο κάποια στιγμή μου θα μπορεί να επιβιώσει της άλλης. Σταδιακά πάω παραδίνοντας του όλα, αν και γνωρίζω τη διαστροφική του συνήθεια για παραποίηση και υπερβολή. Ο Spinosa εικάζει ότι όλα τα πράγματα που θέλουν να συντηρηθούν στην ύπαρξή τους· η πέτρα θέλει αιώνια να είναι μια πέτρα και η τίγρης, τίγρης. Εγώ θα μείνω Μπόρχες, όχι στον εαυτό μου (αν και είμαι κάποιος), αλλά με αναγνωρίζω όλο και λιγότερο στα βιβλία του σε σύγκριση με πολλούς άλλους ή στο περίτεχνο άρπισμα μιας κιθάρας. Πριν από χρόνια προσπάθησα να τον ξεφορτωθώ και πέρασα από τις μυθολογίες των προαστίων στα παιχνίδια με το χρόνο και το άπειρο, αλλά αυτά τα παιχνίδια ήδη ανήκουν στον Μπόρχες και θα πρέπει να σκεφτώ άλλα πράγματα. Έτσι, η ζωή μου είναι μια διαφυγή κι εγώ χάνω τα πάντα και όλα είναι της λήθης, ή κάτι άλλο.
Δεν ξέρω ποιος από τους δύο γράφει αυτή τη σελίδα.

Μετάφραση στα Ιταλικά: Domenico Porzio
Μετάφραση στα Ελληνικά: Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης

πηγή: http://www.casadellapoesia.org/

Το Ελδοράδο του Μπόρχες από το συγκρότημα Ροδάμα

Οι δίκαιοι

Κάποιος που καλλιεργεί τον κήπο του όπως θα το ‘θελε ο Βολταίρος.

Κάποιος που νιώθει ευγνωμοσύνη γιατί στον κόσμο υπάρχει μουσική.

Αυτός που ανακαλύπτει με χαρά μια ετυμολογία.

Δύο πελάτες που σε κάποιο καφενείο παίζουν το σιωπηλό τους σκάκι.

Ο πηλοπλάστης που προκαθορίζει ένα σχήμα ή ένα χρώμα.

Ο στοιχειοθέτης που στήνει όμορφα τούτο το κείμενο και που ίσως δεν τ’ αρέσει.

Μια γυναίκα κι ένας άντρας που διαβάζουν μαζί τις τελευταίες στροφές ενός  ποιήματος.

Κάποιος χαϊδεύοντας ένα ζωάκι που κοιμάται.

Κείνος που συγχωρεί ή θέλει να συγχωρέσει το κακό που του ‘γινε.

Κάποιος που νιώθει ευγνωμοσύνη γιατί σ’ αυτό τον κόσμο  έζησε ο Στήβενσον.

Κάποιος που προτιμά να ‘χουν δίκιο οι άλλοι.

Οι άνθρωποι αυτοί, που μεταξύ τους δεν γνωρίζονται, έχουν σώσει τον κόσμο.


μτφ. Δημήτρης Καλοκύρης

πηγή: http://bookstand.gr/

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...